Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Πελοπόννησος, καλοκαίρι 1941

Ο αγώνας για την επιβίωση
Διοικητικά μέτρα, ελλείψεις, πληθωρισμός
Οι πρώτες ποινικές διατάξεις του κατοχικού καθεστώτος εισήχθησαν στη χώρα στις 7 Μαΐου 1941. Την επόμενη μέρα, στην Αθήνα, η γερμανική διοίκηση διέταξε να σφραγιστούν και να παραδοθούν όλα τα ραδιόφωνα των ιδιωτών. Άλλη στρατιωτική διαταγή της 9ης Μαΐου όριζε την ποινή του θανάτου για όσους βοηθούσαν συμμάχους στρατιώτες. Νέα δελτία άρτου εκδόθηκαν στις 13 Μαΐου. Είχε οριστεί, η πώληση να διενεργείται από εντεταλμένο φούρνο. Στις 16 Μαΐου το οικογενειακό δελτίο τροφίμων αντικαταστάθηκε από ατομικό και ανακοινώθηκε ότι θα μοιράζεται γάλα μονάχα σε ασθενείς και σε παιδιά. Η υλική βάση της ζωής των Ελλήνων περιοριζόταν βαθμηδόν, ταυτόχρονα με τον περιορισμό των ελευθεριών τους.
Στα τέλη Ιουλίου 1941 το ιταλικό στρατιωτικό μηχανικό είχε επισκευάσει τη γέφυρα της Διώρυγας της Κορίνθου. Θεωρητικά, διευκολυνόταν η μεταφορά στην αθηναϊκή αγορά των προϊόντων της υπαίθρου: λάδι και σιτάρι από τη Μεσσηνία, τη Λακωνία και την Ηλεία, σταφίδα, φρούτα και λαχανικά από την Ηλεία, την Κορινθία, την Αχαΐα και την Αργολίδα, τυρί, βούτυρο και πατάτες από την Αρκαδία. Η επισκευή της γέφυρας διατυμπανίστηκε στον ημερήσιο τύπο ως έργο μείζονος σημασίας, που θα αποκαθιστούσε όχι μόνο την ομαλή ροή του εμπορίου, αλλά και τις τιμές, οι οποίες, σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, εκτοξεύτηκαν στα ύψη λόγω των καθυστερήσεων στη μεταφόρτωση από ακτή σε ακτή, όσο διάστημα δεν χρησιμοποιείτο η γέφυρα. Με ανάλογες τυμπανοκρουσίες υποδέχτηκε ο Τύπος την επισκευή από το γερμανικό μηχανικό ογδόντα γεφυρών και την αποκατάσταση των τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συνδέσεων, καθώς και την επαναλειτουργία βιομηχανικών μονάδων, οι οποίες τέθηκαν στην υπηρεσία των κατακτητών. Στην Πάτρα, οι υφαντουργίες Μαραγκόπουλου, Αναστασόπουλου, Πατραϊκής άρχισαν από τα τέλη Ιουνίου 1941 να λειτουργούν για λογαριασμό του γερμανικού στρατού.[1] Οι κατακτητές προσπαθούσαν να αξιοποιούν τα πάντα για τις πολεμικές τους ανάγκες. Στη Μεσσηνία, οι Ιταλοί επανέθεσαν σε λειτουργία το ξυλουργικό εργοστάσιο της Αρτεμισίας και οι Γερμανοί το μεταλλείο στο χωριό Ζερμπίσια, όπου τοποθέτησαν υπεύθυνο έναν Ιταλό μηχανικό, πλήρωναν τους εργάτες με ρύζι, φασόλια, ζάχαρη και σαπούνι για να έχουν κίνητρο να εργάζονται ευσυνείδητα και από το μετάλλευμα κατασκεύαζαν βόμβες, οβίδες και μπαταρίες.[2] Καμιά φορά αντιμετώπιζαν ενέργειες υπονόμευσης του παραγωγικού μηχανισμού. Στη Χαρτοποιία Αιγίου οι εργάτες «αχρήστευσαν με θειάφι το τσιγαρόχαρτο, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού έτοιμο για χρήση».[3]
Το πρωί της 28ης Απριλίου 1941, στο Γύθειο, ο δεκαεξάχρονος μαθητής Νίκος Βασιλάκος από τη Δροσοπηγή Μάνης είδε το εμπορικό κατάστημα του πατέρα του να καταρρέει από βόμβα γερμανικού αεροπλάνου. Σε δευτερόλεπτα, χάθηκε μια οικογενειακή περιουσία ετών. Από εκείνη τη στιγμή ο νεαρός ανέλαβε μαζί με τα αδέλφια του τη συντήρηση της οικογένειας. Τον Ιούνιο προμηθεύτηκε υφάσματα με πίστωση από ένα συγγενή του επαγγελματία στα Λεβέτσοβα, κατέβηκε στα χωριά της Σκάλας και του Έλους και τα πούλησε με κέρδος 20%, ενώ τα μαγαζιά πούλαγαν με 100%. Πάντως το χρηματικό κέρδος του, γύρω στις 1.500 δρχ, ισοδυναμούσε με εκατό οκάδες αλεύρι, που για την οικογένειά του ήτανε σημαντική βοήθεια. Στο δεύτερο ταξίδι τον συνόδευσε ο πατέρας του. Πήραν με πίστωση περισσότερο εμπόρευμα από το συγγενή τους και, αρχές Ιουλίου, ανέβηκαν στον Ταΰγετο, στα χωριά Άγιο Νικόλαο, Στροτζά, Μπρίτσα, Ασήμι, πούλησαν εμπόρευμα συνολικής αξίας 15.000 δρχ με κέρδος 3.000 δρχ σε χαρτονόμισμα και αγόρασαν διπλάσια ποσότητα αλεύρι. Στα μέσα Ιουλίου επισκέφτηκαν πάλι τα χωριά του Έλους. Η μέθοδος των ανταλλαγών σε είδος βαθμιαία εκτόπιζε το νόμισμα και προτιμούσαν να πληρώνονται σε τρόφιμα. Έως το φθινόπωρο είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες από καλαμπόκι, φασόλια και σιτάρι. Ένα βράδυ φόρτωσαν τα τρόφιμα σε μια βάρκα και το πρωί έφτασαν στο απέναντι λιμάνι Σκουτάρι, λίγα χιλιόμετρα από τη Δροσοπηγή. Η οικογένεια είχε βρει τρόπο να ζήσει. Οι αδελφοί Βασιλάκου είχαν γίνει κανονικοί έμποροι, παρόλο που εξακολουθούσαν να πουλάνε με κέρδος 20%, «μόνο». Συνέχισαν να κάνουν την ίδια δουλειά, εκμισθώνοντας τις υπηρεσίες ανθρώπων από τα χωριά του Έλους, αλλά επισκέπτονταν και άλλα χωριά, βορειότερα και ανατολικότερα: το Γεράκι, τον Βρονταμά, τη Γράμμουσα, την Απιδιά, τη Μυρτιά, το Φιλίσι. Είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες υφασμάτων και η ευκολία με την οποία εύρισκαν αγοραστές μεταξύ των αγροτών, οι οποίοι σπάνια έβλεπαν τέτοια είδη στον τόπο τους, τους έκανε να ανεβάσουν το ποσοστό του κέρδους. Διαπίστωσαν δηλαδή ότι η προπολεμική αξία ενός βιομηχανικού προϊόντος δεν είχε σημασία· σημασία είχε πόσο αποτιμώνταν τώρα σε τρόφιμα. Καθώς τα είδη ανατιμώνταν ώρα με την ώρα, οι έμποροι από τη Δροσοπηγή, συνδυάζοντας την ανταλλακτική αξία των τροφίμων και των υφασμάτων κατόρθωσαν, σε ενάμισι χρόνο, να συγκεντρώσουν εμπόρευμα ίσης αξίας με εκείνο που άλλοι έμποροι είχαν χρειαστεί τριανταπέντε χρόνια για να συσσωρεύσουν. Από το φθινόπωρο άνοιξαν υφασματοπωλείο στη Σκάλα. Ανταγωνισμός δεν υπήρχε, τα περισσότερα καταστήματα είχαν κλείσει. Οι ντόπιοι, γνωρίζοντας πως ό,τι έδιναν, δύσκολα θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν, απέφευγαν να πουλήσουν τα είδη τους και ζούσαν μόνο από τα κτήματά τους.
Ταυτόχρονα είχαν συρρεύσει στην πεδιάδα του Έλους πολλοί ταξιδιώτες και φυγάδες από την Αθήνα. Οι περισσότεροι επισκέπτονταν την περιοχή μία φορά και δεν επέστρεφαν· οι υπόλοιποι παρέμεναν, αναζητώντας μεροκάματο. Όσοι είχαν σκοπό να ξαναφύγουν, έφερναν μαζί τους είδη προς ανταλλαγή με τρόφιμα. Οι χωρικοί εύρισκαν ευκαιρίες να αγοράσουν ωραία κεντήματα, είδη προικός που είχαν πέραση στις κοπέλες, παπούτσια και πολύτιμα εργαλεία. Υπήρχαν καθηγητές από το Γύθειο, διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τη χαριστική εύνοιά τους προς το μαθητή με ένα τσουβάλι αλεύρι. Σπαρτιάτες ελάχιστοι φάνηκαν σ’ εκείνα τα μέρη, γιατί στην πόλη τους είχαν πολλά και εξαιρετικά κτήματα. Κανείς δεν έπαιρνε το δρόμο τυχαία. Όσοι είχαν επιλέξει εκείνη την περιοχή, γνώριζαν πως κάποιον θα εύρισκαν να τους βοηθήσει να κάνουν τις ανταλλαγές που ήθελαν. Άλλωστε το έθιμο της φιλοξενίας ήταν ισχυρό και ουδείς θα άφηνε άγνωστο άνθρωπο στον τόπο του, νηστικό και άστεγο. Οι μετακινήσεις γίνονταν τις περισσότερες φορές με φορτηγά αυτοκίνητα που πήγαιναν στην Αθήνα με τρόφιμα. Με κίνητρο ότι θα είχαν παρέα στο δρόμο, οι οδηγοί δεν αρνούνταν να πάρουν μαζί τους οποιονδήποτε, ακόμη και δωρεάν. Οι δυσκολίες άρχιζαν από τα δικαιολογητικά του ταξιδιού, κατά βάση τις άδειες που έπρεπε να βγάζουν οι ταξιδιώτες από τις αρχές κατοχής. Εκείνοι που είχαν λόγους να αποφεύγουν επαφές μαζί τους, δίσταζαν να αποτολμήσουν ένα ταξίδι που θα τους υποχρέωνε να περάσουν από τη Διώρυγα της Κορίνθου. Ο ταξιδιώτης κινδύνευε, καθώς εναπόκειτο στη δικαιοδοσία των Ιταλών να αμφισβητήσουν τη γνησιότητα των εγγράφων του, ανεξάρτητα αν είχε ακολουθήσει νόμιμες διαδικασίες για να τα αποκτήσει.
Η επίσημη προπαγάνδα αδυνατούσε να αποκρύψει τις πραγματικές δυσχέρειες στη λειτουργία της αγοράς. Οι περιπέτειες στη διαδικασία συγκέντρωσης σιταριού και λαδιού από την ύπαιθρο για τον πληθυσμό της Αθήνας και η απαγόρευση στους παραγωγούς να τα πουλάνε σε πρόσωπα που δεν ήσαν έμποροι, η απαγόρευση της μεταφοράς του προϊόντος από νομό σε νομό χωρίς άδεια, οι καταγγελίες ότι σπάνιζε ήδη η σταφίδα, οι διατιμήσεις σειράς ειδών κατανάλωσης, από το ψωμί ως τις κλωστές ραφής, όλα αυτά πρόδιδαν τον πανικό των αρχών για τη ζοφερή κατάσταση που δημιουργούσε η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης στις αστικές αγορές. Εκτός από το γεγονός ότι οι κατακτητές επέπεσαν σαν ακρίδες στην εντόπια αγροτική παραγωγή, πολλοί έμποροι έκρυβαν τρόφιμα, καθώς η πώληση με χρηματικό αντάλλαγμα τους συνέφερε όλο και λιγότερο εξαιτίας του πληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα, παρουσιάστηκαν σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα κυρίως στις πόλεις της ζώνης της σταφίδας, όπου οι αρχές κατοχής με τα φυλάκια και την εν γένει ισχυρή παρουσία τους μπορούσαν να επιβλέπουν τη διακίνηση των εμπορευμάτων. Ιδιαιτέρως στην Κόρινθο, το Αίγιο, την Πάτρα, τον Πύργο και την Καλαμάτα, από τα τέλη του καλοκαιριού η ένδεια έφτασε σε πολλές περιπτώσεις τα όρια του λιμού.[4]
Η κατοχική διοίκηση απέβλεπε στον απόλυτο έλεγχο του κυκλώματος παραγωγής, μεταφοράς και πώλησης του συνόλου των προϊόντων. Για το σκοπό αυτό εξέδιδε διαταγές όπως την ακόλουθη, από το «Γερμανικόν Φρουραρχείον Αιγίου», με ημερομηνία 9 Μαΐου 1941:[5]
Διαταγή
1) Η πώλησις παντός εμπορεύματος και ιδίως υφασμάτων, ειδών εκ μαλλίου κλπ επιτρέπεται μόνον αν πωλούνται κατόπιν εγγράφου αδείας του Φρουραρχείου.
Πας έμπορος δέον να έχη την παρούσαν διαταγήν γεγραμμένην εις την Γερμανικήν ανηρτημένην εις καταφανή θέσιν του καταστήματός του δια να επιδεικνύει ταύτην εις τους Γερμανούς αγοραστάς.
Της ανωτέρω διαταγής εξαιρούνται είδη καθημερινής χρήσεως, ήτοι: οδοντόπασται, βούρτσαι δοντιών, κορδόνια, βερνίκια υποδημάτων και τοιαύτα μικροπράγματα.
2) Κατά την πώλησιν ειδών έναντι αδειών του Φρουραρχείου ο πωλητής καταστηματάρχης δέον να αξιώση όπως ο αγοραστής του παραδώση την σχετικήν άδειαν του Φρουραρχείου ήν οφείλει να διαφυλάξη.
3) Δι’ έκαστον πωλούμενον είδος πρέπει να δίδεται εις τον αγοραστήν μία απόδειξις του αντιτίμου.
4) Η πληρωμή των αγοραζομένων ειδών θα γίνεται υποχρεωτικώς ή δια Γερμανικών Μάρκων ή δια Ελληνικών δραχμών.
5) Η διαταγή αύτη θα ελεγχθή υπό Γερμανικών περιπόλων του Φρουραρχείου δια την ακριβή τήρησιν.
Καταστήματα άτινα δεν θέλουσι τηρήση την ως άνω διαταγήν ή θα κλεισθώσι ή και πιθανόν να κατασχεθώσιν υπό του Φρουραρχείου τα εν αυτοίς εμπορεύματα.
Στην πόλη του Αιγίου τα τρόφιμα, από τις 11 Μαΐου, μοιράζονταν με δελτίο. Τέλη Μαΐου βρέθηκε αλεύρι και οι φούρνοι ζύμωσαν ψωμί, αλλά σε ποσότητα υποδεέστερη της ζήτησης. Ουρές σχηματίζονταν έξω από τους φούρνους και γίνονταν επεισόδια για ένα καρβέλι. Το βασικό διαιτολόγιο των κατοίκων περιοριζόταν στα χόρτα, τις λαχανίδες και τα κηπευτικά. Ο νομάρχης Αχαΐας Αλκιβιάδης Μπαλισάρης συνέστησε στον πληθυσμό να καλλιεργεί εντατικά τη γη. Αναπάντεχα, μια μέρα του ίδιου μήνα, στο Γυμνάσιο Καλλιθέας που το χρησιμοποιούσαν τώρα για νοσοκομείο, ένα κρούσμα κλοπής τροφίμων και ειδών ιματισμού, τα οποία είχαν προσφέρει γυναίκες της πόλης στη διάρκεια του πολέμου,[6] υπενθύμισε ότι υπήρχε και μια πλευρά της κοινωνίας που δεν συμμεριζόταν τα πατριωτικά ιδανικά εκείνων οι οποίοι προωθούσαν τη συλλογική αυτοάμυνα για την επιβίωση. Γιατί έγιναν και τέτοιες προσπάθειες. Την 1η Ιουνίου η «Εφορεία των συσσιτίων Αιγίου» εξήγγειλε ότι διενεργεί έρανο για τους απόρους και στις 6 Ιουνίου ο σχετικός λογαριασμός στην Εθνική Τράπεζα είχε φτάσει τις 94.000 δρχ. Δεν έφταναν όμως για να αντιμετωπιστούν ριζικά οι ελλείψεις. Ψωμί και τρόφιμα στο Αίγιο υπήρχαν μόνο στη μαύρη αγορά και είναι ενδεικτικό ότι το Άσυλο Ανιάτων της πόλης δεν είχε τα μέσα για να λειτουργήσει.[7]
Από την εφημερίδα του Πύργου «Πατρίς» παρακολουθούμε μέρα με την ημέρα τις αλλαγές στα επισιτιστικά αποθέματα της πόλης καθώς και την εξέλιξη των τιμών των τροφίμων. Στις 21 Μαΐου 1941 υπήρχε μόνο κριθαρόψωμο και άφθονα λεμόνια, τα οποία κανείς δεν ήθελε, επειδή «ανοίγουν την όρεξη». Την επομένη χάθηκε και το κριθαρόψωμο. Στις 8 Ιουλίου το σιτάρι στο λαθρεμπόριο ξεπέρασε τις 60 δρχ την οκά. Στις 22 του μηνός η χλωρή σταφίδα πουλιόταν 12 δρχ η οκά, ήτοι στο ένα πέμπτο της προ δεκαπενθημέρου τιμής του σιταριού, το οποίο ήταν πιο θρεπτικό. Ο πληθωρισμός κάλπαζε. Στα μέσα Αυγούστου μία οκά ξερά ρεβίθια πουλιόταν προς 100 δρχ η οκά, το κρέας προβατίνας προς 130 δρχ η οκά και της γίδας δέκα δρχ περισσότερο. Στο επίνειο του Πύργου, το Κατάκωλο, τα ψάρια πωλούνταν στις 27 Αυγούστου από 120 έως 200 δρχ η οκά, ανάλογα με την ποιότητα. Βλέποντας ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, οι αρχές επέτρεψαν στις 28 Σεπτεμβρίου τη διανομή ψωμιού, 120 δράμια για κάθε άτομο και δύο μέρες αργότερα τυριού φέτας, 25 δράμια το άτομο. Όμως διανομές τέτοιων ποσοτήτων ήσαν ανεπαρκείς για να λύσουν το πρόβλημα του επισιτισμού των κατοίκων. Η εφημερίδα παραθέτει[8] τιμές καταλόγου από την επίσημη και πραγματικές τιμές από τη μαύρη αγορά ειδών πρώτης ανάγκης. Από τις αναρτημένες τιμές σε ένα παντοπωλείο, σταχυολογεί: Ζυμαρικά 17,80 δρχ, φασόλια 18 δρχ, κρεμμύδια 4 δρχ, ρύζι 18 δρχ, βούτυρο 120 δρχ η οκά. Στη μαύρη αγορά τα ζυμαρικά κόστιζαν 700 δρχ, τα φασόλια 400 δρχ, τα κρεμμύδια 60 δρχ, το ρύζι 800 δρχ και το βούτυρο 1.350 δρχ η οκά. Λόγω των πολλαπλών χρήσεών του στη μαγειρική, το βούτυρο έφτασε να τιμάται περισσότερο από τα άλλα είδη, αλλά η μεγαλύτερη απόκλιση επήλθε στην τιμή του ρυζιού, καθώς η λαθραία ήταν 44,4 φορές υψηλότερη από την επίσημη. Όσο για το πετρέλαιο, επίσημα κόστιζε 24 δρχ, δηλαδή πενήντα φορές λιγότερο από τη λαθραία τιμή, που έφτανε τις 1.200 δρχ η οκά. Ενίοτε η εφημερίδα διακωμωδεί την πραγματικότητα με διπλόστιχα, όπως: «Για το ψωμί χάνουμαι, για το ψωμί πεθαίνω και για το διπλοκάρβελο σχίζω τη γης και μπαίνω»,[9] ή με ανέκδοτα: «Γιατί λαχανιάζεις;» - «Διότι τρώγω όλο λάχανα».[10] Εντούτοις η πραγματικότητα δεν προσφερόταν για καλαμπούρια. Η ίδια εφημερίδα, στο φύλλο της 28ης Δεκεμβρίου 1941, δημοσίευσε δημόσια έκκληση προς τους κατοίκους από την «Προσωρινή επιτροπή» της δημοτικής εκπαίδευσης, τον επιθεωρητή και τους διευθυντές των δημοτικών σχολείων της πόλης, η οποία έλεγε τα εξής: «Σε όλους είναι γνωστό πως πολλά παιδάκια της πόλεώς μας λόγω της σκληράς επισιτιστικής περιόδου που διανύομεν πεινούν, υποσιτίζονται τρομερά, γυμνητεύουν, πεθαίνουν. Πρέπει να σώσουμε όσα μπορούμε από τα παιδιά αυτά. Όποιος κύριος ή όποια κυρία της πόλεως Πύργου επιθυμεί ν’ αναλάβει μια τέτοια διατροφή παιδιών, παρακαλείται ν’ απευθύνεται από σήμερον στον ενταύθα Επιθεωρητήν Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, εις τον οποίον να δηλώση πόσα παιδιά ημπορεί να προσλάβει για το σκοπό αυτό».
Διάφοροι οργανισμοί αναλάμβαναν να διανέμουν στα παιδιά του Πύργου περισσεύματα από τροφές που εύρισκαν. Ο υπεύθυνος της ΕΟΧΑ, «ο κυρ Ανδρέας», τους έδινε πρώτα να πιουν το φριχτό στη γεύση αλλά απαραίτητο για τη συντήρησή τους μουρουνέλαιο, πριν περάσουν στη δικαιοδοσία «της κυρίας Πιπίνας» για να παραλάβουν την κατά πολύ γευστικότερη ρεβιθόσουπα, η οποία όμως δεν έφτανε πάντοτε για όλους.[11] Οι ενήλικες είχαν άλλους τρόπους να βρίσκουν τρόφιμα. Οι γυναίκες που καθάριζαν πατάτες στην υπηρεσία των Γερμανών στη Δεξαμενή, γέμιζαν χωρίς να γίνονται αντιληπτές την ποδιά τους με πατατόφλουδες «χοντρές ένα δάχτυλο» και τις μετέφεραν στα σπίτια τους, όπου τις μαγείρευαν σαν «κανονικές πατάτες».[12] Η τροφοδοσία των νοικοκυριών χρειαζόταν φαντασία, εφευρετικότητα, ζωτικότητα και τόλμη από όσους δεν είχαν κτήματα· κι ήσαν πολλοί αυτοί. Ως τότε εκατοντάδες άτομα απασχολούνταν στο καπνεργοστάσιο Καραβασίλη, στο εργοστάσιο Οίνων και Οινοπνευμάτων Μποδοσάκη, στον αλευρόμυλο-παγοποιείο Δήμητρα και στις δύο μακαρονοποιίες του Πύργου· αρκετές γυναίκες αναλάμβαναν ραπτική κατ’ οίκον, δεκάδες άνδρες απασχολούνταν ως λιμενεργάτες στο Κατάκωλο και εκατοντάδες εργάζονταν υπάλληλοι σε μικρές επιχειρήσεις έξω από τον κλάδο των τροφίμων. Όσοι μισθωτοί είχαν συγγενείς σε χωριά, κατέφευγαν εκεί. Κάποιοι όμως δεν κατόρθωσαν να επιζήσουν. Ο γερο-Μαυραειδής, «που είχε κατέβει δεκαοχτάχρονο παλληκάρι από το Ζυγοβίστι της Γορτυνίας, ξωμάχος, να σκάψει τον κάμπο του Πύργου και που έστρωνε μαζί με άλλους σκλάβους στα 1900-1905 τη γραμμή του τραίνου για το Τέξας, αυτό το θηρίο» πέθανε από ασιτία σε ηλικία 80 ετών, ύστερα από τρεις μήνες προφυλάκιση και καταδίκη σε θάνατο με αναστολή από το ιταλικό στρατοδικείο της Τρίπολης, επειδή αρνήθηκε να παραδώσει στις αρχές το περίστροφο που είχε φέρει από το εξωτερικό, όταν παλινόστησε.[13]
Η αγροτική οικονομία άντεξε περισσότερο. Στα χωριά του βόρειου Ταϋγέτου λ.χ., «ο πρώτος χρόνος της κατοχής, από τους Ιταλούς, είναι κάπως υποφερτός. Έχουν γίνει αρκετά εισοδήματα από λάδι και σιτηρά, και η διαβίωση είναι ομαλή».[14] Άντεξε, παρά τη φορολογία και το πλιάτσικο, που έπληξε ιδιαίτερα τα πεδινά. Η οικογένεια του Παναγιώτη Λ. Αντωνόπουλου από το Παρθένι Αρκαδίας διατηρούσε 200 πρόβατα το χειμώνα σε στάνη στο Ναύπλιο, όπου επίσης είχε χωράφια με σιτάρι, κηπευτικά και καπνό: «Από το Ναύπλιο είχαμε πάντα συγκομιδή. Περνώντας από τους Μύλους, πηγαίνοντας για το Παρθένι, ήταν Ιταλοί πλιατσικολόγοι. Ό,τι και να είχες, έπρεπε να σου πάρουν κάτι».[15] Αγροτικές οικογένειες φιλοξένησαν και έθρεψαν παιδιά των πόλεων, συντήρησαν μισθωτούς, αλλά δημιουργούσαν και πλεονάσματα, που στάθηκαν ικανά να θρέψουν αργότερα τον αντάρτικο στρατό. Τρόφιμα υπήρχαν στο χωριό Γκοριτσά της Λακεδαίμονος το καλοκαίρι 1941, ενώ τον επόμενο χειμώνα υπήρχε η σοδειά του θέρους και δεν φάνηκαν ελλείψεις.[16] Από το χωριό Χορεύτρα της ορεινής άνω Μεσσηνίας χάρη στην εντατική καλλιέργεια των χωραφιών, δεν έλειψε εντελώς το ψωμί, σιταρένιο ή κούκλινο, ούτε το λάδι ή το κρασί.[17] Υπάρχουν και μαρτυρίες για το αντίθετο. Στην πεδινή Ηλεία, το χειμώνα του 1941-1942 «η παραγωγή σε δημητριακά και όσπρια ήταν μικρή, διότι ο κόσμος τον προηγούμενο χρόνο δεν είχε σπείρει και πολλά χωράφια, παρά την προτροπή του τότε πρωθυπουργού Μεταξά, που είχε πει να σπείρετε κάθε γωνιά της γης, ακόμη και τις γλάστρες που έχετε στα μπαλκόνια σας, διότι θα έλθουν δύσκολες μέρες».[18] Όμως ούτε εκεί οι κάτοικοι πείνασαν κυριολεκτικά. Δυσκολεύτηκαν, στριμώχτηκαν, αλλά δεν πείνασαν. Από τις αρχές Ιουνίου 1941 στα χωριά του ποταμού Κλαδέου, το Στραβοκέφαλο, του Μάγειρα, του Κοσκινά και τα Ολύμπια, προμηθεύονταν ψωμί από το φούρνο στα Ολύμπια, όπου ένας χωροφύλακας εγγυόταν την τάξη στη διανομή. Το καρβέλι ζύγιζε μια οκά, δηλαδή τετρακόσια δράμια, αλλά στον καθένα αναλογούσαν πενήντα δράμια. Ο χωροφύλακας, ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας, υποδείκνυε στο φούρναρη την ποσότητα που έπρεπε να δώσει.[19]
Όπως είδαμε, οι αρχές προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τον καθημερινό επισιτισμό των στρατευμάτων κατοχής με τη φορολογία σε είδος επί της εντόπιας παραγωγής, προκαλώντας αντιδράσεις από ολόκληρα χωριά, τα οποία αρνούνταν να καταβάλουν τις ζητούμενες ποσότητες. Μέσω των οργάνων τοπικής διαμεσολάβησης οι κατακτητές συγκέντρωναν το γεωργικό πλεόνασμα σε αποθήκες, από όπου το ιδιοποιούνταν. Μετά την εξάντληση των πλεονασμάτων οι συνεταιρισμοί, αρμόδιοι για την καταμέτρηση, έχασαν κάθε λόγο ύπαρξης. Οι γεωργοί συνέχιζαν να παράγουν, αλλά μόνο για κατανάλωση. Στις 14 Απριλίου 1942 δημοσιεύτηκε νόμος για παρακράτημα ποσοστού της γεωργικής παραγωγής.[20] Οι τράπεζες που γνώριζαν το ύψος της παραγωγής σε κάθε κοινότητα, επιστρατεύτηκαν για να καθορίσουν τις σχετικές ποσότητες. Ο διευθυντής της ΑΤΕ Τρίπολης Στέφανος Πετρουλάς έγινε περιβόητος, επειδή εξορμούσε στα χωριά με συνοδεία Γερμανών στρατιωτικών και έπαιρνε βίαια το παρακράτημα. Μεσοπρόθεσμα η μέθοδος απέβη απρόσφορη για την εξυπηρέτηση των κατακτητών, διότι κάθε τέτοια εξόρμηση λάμβανε χαρακτήρα πολεμικής εκστρατείας και τελικά οδήγησε μέχρι και στη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στις πληττόμενες περιοχές. Πιο ήπια λύση, που εφαρμόστηκε από την αρχή, ήταν η φορολόγηση του προϊόντος σε ορισμένα σημεία του κυκλώματος προώθησής του. Το ελαιοτριβείο ήταν ένα απ’ αυτά. Όταν οι παραγωγοί παρέδιδαν τις ελιές τους στον ιδιοκτήτη για να τις τρίψει και να βγάλει τον πυρήνα, εντεταλμένοι των αρχών καταμετρούσαν την ποσότητα που προσκόμιζε κάθε παραγωγός και κατακρατούσαν το 10%. Αργότερα βρέθηκε τρόπος ιδιοποίησης και του προϊόντος της κτηνοτροφίας. Κάθε νομαρχία εξουσιοδότησε τους προέδρους των κοινοτήτων που υπάγονταν σ’ αυτή, να ορίσουν επιτροπές για την καταμέτρηση των γιδοπροβάτων κάθε βοσκού. Ακολουθούσε η κατακράτηση ενός ποσοστού για λογαριασμό των αρχών.

Παντελής Μούτουλας

Προσεχώς: Το Ναύπλιο στα πρόθυρα λιμού


[1] Βασίλη Κ. Λάζαρη, «Πολιτική ιστορία της Πάτρας», τόμος τρίτος, σ. 61.
[2] Βασίλης Κλεφτόγιαννης, «Όπως τα ’ζησα», σ. 26-27.
[3] Γιάννη Μπιναρδόπουλου, Λάμπη Ρούπα, Θοδωρή Χλιάπα, «Η Αιγιάλεια στην Κατοχή και στην Αντίσταση 1941-1944», σ. 30.
[4] Στην Πάτρα, όπου στις 25 Μαΐου, στη συνοικία Παντοκράτορας, το πλήθος διέρρηξε αποθήκη τροφίμων, οι ποσότητες που κάλυπτε το «Οικογενειακόν δελτίον τροφίμων», αντιστοιχούσαν τον Ιούλιο κατά μέσο όρο σε πεντακόσιες θερμίδες. Βλ., Λάζαρης, ο.π., σ. 77, 78.
[5] Γεωργίου Θ. Παπαγεωργίου, «Η Εθνική Αντίσταση στην Αιγιάλεια 1941-1944», σ. 9.
[6] Παπαγεωργίου, ο.π., σ. 10.
[7] Παπαγεωργίου, ο.π., σ. 10-11.
[8] Φύλλο της 1/11/1941.
[9] Φύλλο της 21/5/1941.
[10] Φύλλο της 13/12/1941.
[11] Σκουλαρίκος, ο.π., σ. 18-19.
[12] Ο.π., σ. 21-22.
[13] Ο.π., σ. 13.
[14] «Προανακρούσματα . . .», σ. 62.
[15] Αντωνόπουλος, ο.π., σ. 30.
[16] Προφορική μαρτυρία του Γιάννη Ν. Βουλουμάνου από τη Γκοριτσά.
[17] Αντώνη Κωνσταντόπουλου, «Η ιστορία του χωριού μου, Χορεύτρα Μεσσηνίας», σ. 83.
[18] Σκαλτσάς, ο.π., σ. 60.
[19] Ο.π., σ. 45.
[20] Πολεμικός Τύπος αρ. 19, «Χρονολόγιο».

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Έριδες μεταξύ χωριών στην επανάσταση του 1821

Το έργο της Φιλικής Εταιρείας στη Λακωνία χρονολογείται από το 1817, οπότε εντάχθηκαν στο δυναμικό της ο Ηλίας Χρυσοσπάθης με αύξοντα αριθμό 21 και ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου με το ψευδώνυμο Αναγνωσταράς∙ την ίδια εποχή μυήθηκαν στην Οδησσό οι Λάκωνες Παναγιώτης Δημητρακόπουλος και Παναγιώτης Παπαθανασόπουλος, λίγο αργότερα στην Κωνσταντινούπολη ο φοιτητής Ιατρικής Παναγιώτης Γιατράκος, ύστερα στην Καστάνιτσα ο Νικόλαος Βενετσανάκης και στον Μυστρά ο Παναγιώτης Κρεββατάς. Τονίζεται η δραστηριότητα που ανέπτυξε στη Μάνη ο διασωθείς από τον κύκλο του Ρήγα, Χριστόφορος Περραιβός[1]. Έκθεση του Αναγνωσταρά, το 1820, για τις διαθέσιμες δυνάμεις στην Πελοπόννησο αναφέρει σε Μυστρά και Έλος 2.300 μαχητές και από τους προκρίτους που θα αναλάμβαναν την ηγεσία, τους Κρεββατά και Αναγνώστη Κοπανίτσα, αντιστοίχως[2].
Η επανάσταση στη Λακωνία άρχισε στις 26 Μαρτίου 1821 με την εξάρθρωση του τουρκικού θύλακα της Βαρδούνιας. Οι κανονιοβολισμοί από το Μαραθονήσι (Γύθειο) και η φημολογία ότι έρχονταν ευρωπαϊκά στρατεύματα καταπάνω τους, τρομοκράτησαν τους Βαρδουνιώτες που κατέφυγαν στην Τριπολιτσά∙ ανενόχλητοι οι Έλληνες γκρέμισαν τους πύργους τους, κατ’ εντολή του Κρεββατά.
Ωστόσο αρχηγός «εις το εδώ στράτευμα και πέριξ», δηλαδή γενικός αρχηγός των όπλων στη Λακωνία, δεν ορίστηκε ο Κρεββατάς, αλλά ο Παναγιώτης Γιατράκος, σε συνέλευση πολιτικών και καπεταναίων που πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαΐου 1821 στα Βρέσθενα και στην οποία ο Μανόλης Μπουρνάκης (Βουρνάκης) εκπροσώπησε το χωριό Τσίντζινα του Πάρνωνα[3].
Από την έναρξη του αγώνα οι Έλληνες οργανώνονταν σε στρατόπεδα, από όπου εφορμούσαν για την κατάκτηση των στόχων τους. Τα στρατόπεδα ενισχύονταν κατά καιρούς με νέους μαχητές. Στο στρατόπεδο στο Σούλι της Κορίνθου στάλθηκαν τον Αύγουστο 1822 με «τον καπετάν Νικόλα Τζιντζινιώτη», δηλαδή τον οπλαρχηγό του χωριού Τσίντζινα, Νικόλαο Γεράσιμο, 120 άνδρες που τους είχε στρατολογήσει «από Τζίντζινα έως Αράχοβα» ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης, προεστός του Μυστρά[4]. Στις τάξεις τους υπήρχε υπό την άμεση καθοδήγηση του Γεράσιμου ένας πυρήνας πενήντα ανδρών, προφανώς από εκείνους που τον είχαν συνοδεύσει στο Σούλι, τους οποίους ο αρχηγός του στρατοπέδου Ηλίας Μπιζμπίνης άφησε εφεδρεία, στις 10 Οκτωβρίου, φεύγοντας ο ίδιος σε αποστολή με πολλαπλάσια δύναμη[5]. Από αυτόν τον πυρήνα, είκοσι επτά (27) Τσιντζινιώτες αγωνιστές έλαβαν την επόμενη ημέρα, 11 Οκτωβρίου 1822, απόφαση με την οποία ανέθεσαν την ηγεσία τους στον Γεράσιμο με τη ρητή εξουσιοδότηση να στρατολογεί ελευθέρως και να αποφασίζει εν λευκώ για την τακτική του ένοπλου σώματος ακόμη και σε πολιτικά θέματα. Ο Γεράσιμος, που έλαβε τότε το ψευδώνυμο Καπετανάκος, αναγορεύτηκε σε τοπάρχη.
Η απόφαση ήταν γραπτή. Είναι αλήθεια ότι δεν κατονομάζει τις έριδες ή τις επιβουλές, τις οποίες θέλησαν οι αγωνιστές να αναστείλουν, συγκροτώντας ενιαία τοπική ηγεσία με επικεφαλής τον Γεράσιμο-Καπετανάκο, εμείς όμως γνωρίζουμε ότι οι γεωργοί των Τσιντζίνων και ενός άλλου χωριού, της Βαρβίτσας, διεκδικούσαν τη νομή και, ενόψει απελευθέρωσης, την κυριότητα των εκτάσεων της αριστερής όχθης του Ευρώτα. Σε επιστολή του[6] προς τον Παναγιώτη Γιατράκο στον Μυστρά, στις 5 Οκτωβρίου 1822, ο Μπιζμπίνης αναφέρει ότι εκείνη την ημέρα είκοσι Τσιντζινιώτες τον επισκέφτηκαν στο στρατόπεδο στο Σούλι και «εδιηγήθησαν τα νεώτερα αδικήματα του Μπαρμπιτζιώτου προς τον κ. Νικολόν», δηλαδή του Πέτρου Βαρβιτσιώτη προς τον Νικόλα Γεράσιμο, «όστις αγανακτήσας καθ’ υπερβολήν, και δικαίως, εκινήθη με όλους τους παλαιούς τε και νέους του χωρίου του στρατιώτας δια να καταβή κάτω και να εκδικηθή τον αντίδικόν των με όποιον τρόπον ημπορέσει». Τα αδικήματα δεν αναφέρονται, αλλά το ύφος της επιστολής φανερώνει ότι η κατάσταση είχε φτάσει σε σημείο σύρραξης μεταξύ των δύο χωριών. Ο Μπιζμπίνης, ουδέτερος στη διαμάχη παρόλο που είχε διαμορφωμένη άποψη, εμπόδισε τον Γεράσιμο να δράσει δυναμικά, επικαλούμενος το υπέρτερο κύρος και την εξουσία του Γιατράκου∙ πλην όμως προσωρινά. Στην επιστολή του προτρέπει τον Γιατράκο να επιληφθεί του θέματος για να τερματιστεί οριστικά η διαμάχη, διότι οι οπλαρχηγοί των άλλων χωριών άρχισαν να ανησυχούν, μήπως βρεθούν κι εκείνοι κάποτε ζημιωμένοι από άδικες πράξεις των γειτόνων τους και ο φόβος τους απειλούσε να υπονομεύσει το ηθικό, την πίστη και τη συνοχή των επαναστατικών δυνάμεων, στις οποίες, όπως τόνιζε ο επιστολογράφος, ανήκε και ο αδικημένος.
Προς επίλυση της διμερούς διαφοράς συγκλήθηκε το όργανο της ανώτερης διαιτησίας, που το αποτελούσαν «οι αρχηγοί των αρμάτων της Λακεδαιμονίας», ήτοι οι πρόκριτοι και καπεταναίοι των χωριών της επαρχίας. Το όργανο αποφάσισε και πρότεινε[7], στις 27 Οκτωβρίου 1822, στο ανώτατο στρατηγείο να παραχωρηθούν στους Βαρβιτσιώτες τα κτήματα που οριοθετούνται σε ανατολική-δυτική κατεύθυνση από το άλλοτε χωριό Φλόκα, έξω από το σημερινό χωριό Σκούρα, έως τον Ευρώτα και σε βόρεια-νότια κατεύθυνση πάλι από του Φλόκα έως το Βασιλοπέραμα. Το τελευταίο, συνέχεια της πεδιάδας κατά μήκος του ποταμού, έως του Καράσπαη, είναι η περιοχή που προτείνεται να αποδοθεί στους Τσιντζινιώτες. Η φράση του εγγράφου, «να μήνη υπό την εξουσίαν των τζιντζηνιώτων όλον το βασιλοπέραμα», φανερώνει ότι οι γεωργοί από τα Τσίντζινα κατείχαν ήδη τα χωράφια εκείνα∙ τεκμαίρεται λοιπόν ότι οι εκτάσεις στο Βασιλοπέραμα είναι καρπός της δυναμικής της διπλοκατοίκησης που είχε αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα, όπως έχουμε περιγράψει, ενώ μόλις τώρα λαμβάνει το πλήρες νόημά της η πληροφορία του Ληκ σχετικά με τα χωράφια και τα καλύβια των Τσιντζινιωτών «κοντά στη Σπάρτη».
Η πρόταση υιοθετήθηκε. Αμέσως μόλις διευθέτησαν τη διαφορά τους, οι κάτοικοι των δύο χωριών εισήλθαν στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Το γεγονός δεν είναι απομονωμένο από τις γενικότερες εξελίξεις της περιόδου. Οι ολιγαρχικοί κύκλοι που είχαν αυτοδιοριστεί αρχηγοί της ελληνικής επανάστασης με επικεφαλής τους Φαναριώτες, μεθόδευαν την ιδιοποίηση των τέως οθωμανικών κτημάτων τα οποία ονομάστηκαν εθνικά. Το κύριο μέλημά τους στην πρώτη εθνοσυνέλευση (Πιάνα Επιδαύρου, 20 Δεκεμβρίου 1821) ήταν η δημιουργία θεσμικού καθεστώτος που θα τους επέτρεπε να βρίσκονται στους μηχανισμούς των αποφάσεων και να αποκτούν περιουσίες∙ τακτική που προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις από την πλευρά των ακτημόνων αγωνιστών και τελικά εμφύλιο πόλεμο[8]. Στην πλευρά των ολιγαρχικών βρίσκονταν και οι τοπικοί αρχηγοί που μετείχαν στην επανάσταση αποβλέποντας και σε προσωπικά υλικά οφέλη.


[1] Δασκαλάκης Α. Β., «Η προπαρασκευή της Ελληνικής Επαναστάσεως εις την Λακωνίαν», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. 1, σ. 1-72, ιδ. σ. 16-21. Για τον κατάλογο των μυηθέντων και τη σχετική βιβλιογραφία, Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν της ελληνικής επαναστάσεως / (με την προσθήκη του αρχείου Εμμανουήλ Ξάνθου - Παναγιώτη Σέκερη) Μέξας Βαλέριος, Οι Φιλικοί, Αθήνα, 1937 (πηγή του παρόντος δημοσιεύματος) / (αναδημοσίευση του προηγούμενου αρχείου) Μελετόπουλος Ι. Α., Η Φιλική Εταιρεία, Αθήνα, 1967.
[2] Φιλήμων, Δοκίμιον, τ. Α΄, σ. 211 / Δασκαλάκης, «Προπαρασκευή», ο.π., σ. 47-50.
[3] Φωτόπουλος Αθανάσιος Θ., Αρχείο Γιατράκου, τ. Α΄, σ. 335-336.
[4] Φωτόπουλος, Αρχείο, τ. Β΄, αρ. 228, σ. 58.
[5] Ο.π., αρ. 251, σ. 68-69.
[6] Φωτόπουλος, Αρχείο, ο.π., αρ. 248, σ. 67.
[7] Ο.π., αρ. 260, σ. 72. Από τυπογραφικό λάθος στο βιβλίο, το έγγραφο χρονολογείται το 1821. Το σωστό είναι, 1822.
[8] Τα γεγονότα είναι γνωστά. Για ένα καλό φρεσκάρισμα, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σ. 194-199 και 212-216.

Δαιμόνιοι άνθρωποι, τοπικές προσωπικότητες του παρελθόντος

Ακριβώς επάνω από το χωριό Τσίντζινα του Πάρνωνα υπάρχει το σπήλαιο του ΑηΓιάννη, με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, στις οποίες κατονομάζεται και υμνείται ένας τοπικός άρχοντας, ο βυζαντινός αξιωματούχος Λέων, μαζί με την οικογένειά του, επειδή ήταν ο χορηγός της αγιογράφησης του σπηλαίου. Από τον εκκλησιαστικό χώρο ανακαλύπτουμε ότι στις τοπικές προσωπικότητες ανήκαν τα μεταγενέστερα χρόνια, ο Ιγνάτιος Παπαγιώργης, ηγούμενος της μονής Αγίων Τεσσαράκοντα (1702-1736) και υποψήφιος μητροπολίτης Λακεδαιμονίας στις εκλογές που διενεργήθηκαν στον Μυστρά (1696-1697) και οι μοναχοί της μονής Αγίων Αναργύρων, Ιωακείμ Δημηλαίος, Παρθένιος Πρόκος και Κοσμάς ή Ξάνθος, που έγιναν και χορηγοί της αποκατάστασής της, στα τέλη του 17ου αι.
Ο Παπαγιώργης έχει απαθανατιστεί στο ακόλουθο κείμενο: «Το παρόν θείον και ιερόν Ευαγγέλιον εγράφη εν τη σεβασμία μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων, δια χειρός εμού του ευτελούς και αμαρτωλού Ιερομονάχου Ιγνατίου εκ χώρας Ζηγκήνου έτει αψστ (1706)»[1]. Η εργασία αυτή προϋπέθετε όχι μόνο γλωσσικές αλλά και ιστορικές γνώσεις καθώς και συνθετικό πνεύμα. Με άλλα λόγια, ο Ιγνάτιος Παπαγιώργης ήταν από τους λόγιους ανθρώπους του καιρού του. Ασφαλώς έκανε τις σπουδές του στον Μυστρά. Δύσκολα θα έθετε υποψηφιότητα για το ύπατο ιερατικό αξίωμα της περιφερείας χωρίς να είναι εξοικειωμένος με την κοινωνία του κάστρου∙ δηλ. εάν δεν γνώριζε τους Μυστριώτες και δεν τον γνώριζαν. Εν τοιαύτη περιπτώσει διακρίνεται η σύνδεση των Τσιντζίνων με το αστικό κέντρο της Λακεδαίμονος.
Ένας άλλος «κυρ Ιγνάτιος», που ήταν τότε ο «άγιος καθηγούμενος» της μονής Αγίων Τεσσαράκοντα[2], αναφέρεται σε «γράμμα» των αδελφών Μπενιζέλου και Γιαννάκη Κουτζαράκη, κατοίκων Μυστρά, της 11 Αυγούστου 1761, το οποίο σώζεται στο αρχείο της μονής. Πιθανόν καταγόταν κι αυτός από τα Τσίντζινα και ίσως ανήκε στον ίδιο οικογενειακό κλάδο, εάν βασιστούμε στην ονοματολογική ακολουθία που κάθε άλλο παρά τυχαία πρέπει να θεωρηθεί. Εάν όμως οι ανωτέρω υπήρξαν τοπικές προσωπικότητες, ένας άλλος συγχωριανός τους, ο Ιάκωβος Χλωμός, κατόρθωσε να σπάσει τα σύνορα της τοπικής απομόνωσης και να εγγράψει το όνομά του στην ιστορία της εκκλησίας.
Πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι το επώνυμο Χλωμός[3] ανήκει σε σημαντικό οικογενειακό κλάδο των Τσιντζίνων, ο οποίος άφησε έντονα ίχνη στη Λακεδαίμονα και την Κυνουρία, για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο Θεοδώρητος Χλωμός, επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού από το 1790, τερμάτισε την αρχιερατεία του το 1803, οπότε τον διαδέχτηκε ο Ιάκωβος Χλωμός. Για την καταγωγή του Ιακώβου από τα Τσίντζινα μιλάει ο ίδιος, στη διαθήκη του (27 Ιανουαρίου 1812): «Εις το μοναστήριον της πατρίδος μου, Κελή λεγόμενον, εν ώ εμαθητεύθην τας αρχάς των κοινών γραμμάτων, να δοθώσι τα βιβλία της ακολουθίας, και γρόσια 50, δια να κατεβάσουν το νερόν μέσα, καθώς και πρώτα»[4]. Αναφέρεται βέβαια στη μονή Κελίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα πάνω από το χωριό, η οποία λειτούργησε έως τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους.
Στις διαδικασίες εκλογής των επισκόπων, ο υποψήφιος χρειαζόταν τη στήριξη του κλήρου στην Κωνσταντινούπολη και των σημαινόντων προεστών του τόπου του για να ελπίζει στο χρίσμα. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με τη στενή σχέση της οικογενείας Χλωμού με τον εκκλησιαστικό χώρο γεννά υπόνοιες ότι ο Θεοδώρητος, εάν πιστέψουμε ότι καταγόταν κι αυτός από τα Τσίντζινα, πρέπει να ήταν συγγενής του Ιακώβου, ίσως θείος του[5].
Επανερχόμαστε στο Κελί ή αλλιώς, μοναστήρι της Παναγίας και επισήμως, μονή Γενεσίων της Θεοτόκου[6]. Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι είναι σύγχρονο, αν όχι παλαιότερο, της μονής Αγίων Αναργύρων[7], δηλαδή υπήρχε από τον 11ο-12ο αι. Οπωσδήποτε λειτουργούσε το 18ο αιώνα και έπαιρνε νερό από μία βρύση, την οποία τροφοδοτούσε ο χείμαρρος Μπαούτη, που πέρναγε δίπλα από το χωριό και έπεφτε στο Τσιντζινιώτικο ρέμα. Το μοναστήρι είχε χτιστεί στην αριστερή όχθη του χειμάρρου∙ άνωθεν δεσπόζουν δύο κορυφές, η Τσούγκα δεξιά και η Κουτσογιάννενα αριστερά. Κατά πως φαίνεται, είχε συνήθως μόνον ένα μοναχό και ένα παιδί για βοηθό∙ για ένα διάστημα, το παιδί αυτό ήταν ο Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος γεννήθηκε μεταξύ 1745-1750. Έμαθε γραφή και ανάγνωση στο Κελί και ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη σχολική εκπαίδευση στον Μυστρά, ασφαλώς με την υποστήριξη στενού οικογενειακού προσώπου. Για το πνευματικό περιβάλλον που προσέφερε ο Μυστράς, διαθέτουμε μία καλή πληροφορία. Σιγίλιο γράμμα του πατριάρχη Σαμουήλ του Χαντζερή, που απολύθηκε το 1767 υπέρ της σχολής Μυστρά, μας λέει ότι ο πρόκριτος Εμμανουήλ Λεόπουλος έδωσε χρήματα για να διοριστεί δάσκαλος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Μεσοχώρι ή αλλιώς την κεντρική συνοικία του Μυστρά « . . . διδάσκων και κηρύττων τον του ιερού Ευαγγελίου λόγον εν ταις εορτασίμοις των ημερών και έτι την εγκύκλιον παιδείαν τοις φοιτώσι των νέων είς τε καταρτισμόν των χρηστών ηθών και εις γνώσιν του τελειοτέρου βίου . . . »[8]. Ωστόσο, από σιγίλιο του ίδιου πατριάρχη, που απολύθηκε τον Φεβρουάριο 1764, μαθαίνουμε ότι ένα σχολείο που είχαν συστήσει νωρίτερα οι κάτοικοι της γειτονικής Τρύπης στο τρίστρατο της ορεινής διάβασης, μέσω της λαγκάδας, του δρόμου Μυστρά-Καλαμάτας, σχολείο στο οποίο είχαν διορίσει δάσκαλο «επί μισθώ συμπεφωνημένω, επί τω διδάσκειν τους εκ των πέριξ χωρίων προσερχομένους χάριν διδασκαλίας και παιδείας χριστιανούς και νέους παίδας αυτών», αυτό το δημιούργημα λοιπόν, το καταδίκασε η «αβελτηρία» και η «αφιλοτιμία» των αρχιερατευσάντων σε αφανισμό. Όταν δε οι κάτοικοι της Τρύπης ξανάχτισαν το σχολείο, αντιλήφθηκαν ότι κινδύνευε να κλείσει από ενέργειες των ζηλόφθονων γειτόνων Μυστριωτών∙ οπότε επιζήτησαν και πέτυχαν τη σταυροπηγιακή του προστασία[9]. Τα ανωτέρω μας υπενθυμίζουν ότι οι υψηλές αξίες ξεχνιούνταν στη δίνη των τοπικών διαμαχών.
Η μετεκπαίδευση του νεαρού στον Μυστρά θα μπορούσε να σημαίνει ότι στα Τσίντζινα δεν υπήρχε σχολείο και δάσκαλος. Διαθέτουμε ωστόσο γραπτή μαρτυρία ότι δίπλα στην κεντρική εκκλησία υπήρχε διδακτήριο, το οποίο γκρέμισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι εποχιακοί πια κάτοικοι σε μια συνολική αναδιαμόρφωση του κέντρου του χωριού[10].
Πρέπει να βρισκόταν στην έναρξη της εφηβείας του ο Ιάκωβος, όταν εισήχθη στη μονή Αγίων Τεσσαράκοντα. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος από το χωριό. Ο κώδικας αρ. 43 της μονής αναφέρει ότι στις 8 Ιουλίου 1753 χειροτονήθηκε διάκονος ο γιος του Τσιντζινιώτη Γεωργίου Χλωμού, Νεκτάριος, που ηγουμένευσε κιόλας εκεί από το 1781 έως το θάνατό του, όπως πιστοποιεί η ακόλουθη επιγραφή σε τόμο της βιβλιοθήκης της μονής: «1784. Δεκεμβρίου 22. Εκοιμήθη ο εν μακαρία τη λήξει ηγούμενος κυρ-Νεκτάριος εκ χώρας Τζητζήνου και ο Θεός αναπαύση αυτόν»[11]. Άρα υπήρχε μία πεπατημένη για όσους, από τον οικογενειακό κλάδο Χλωμού τουλάχιστον, επεδίωκαν να ξεφύγουν από τη ζωή του χωριού και να αναζητήσουν δρόμους που ταίριαζαν περισσότερο με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους.
«Τσιντζινιώτης ήταν και ο εξάδελφος του Ιακώβου Μαρτινιανός, ηγούμενος επί πολλά έτη εις την Μονήν των Αγίων 40», γράφει ο φιλόλογος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης Νίκος Ι. Χρόνης[12]. Οι δύο κληρικοί αιχμαλωτίστηκαν από αλβανούς μισθοφόρους, οι οποίοι επέδραμαν στη μονή, την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε την καταστολή της εξέγερσης του 1770, στην Πελοπόννησο. Η μονή κατέβαλε λύτρα για την απόλυσή τους. Ελεύθερος ξανά, ο Ιάκωβος συνέχισε την ανέλιξή του στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Έμεινε και ιεράτευσε 12 χρόνια στην Ύδρα, 18 χρόνια στη Μικρά Ασία και σύντομο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, όπου ονομάστηκε μέγας αρχιμανδρίτης της Μεγάλης Εκκλησίας. Η σταδιοδρομία του κορυφώθηκε, όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο, τον Απρίλιο 1803, ως επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού[13]. Στο αξίωμα αυτό παρέμεινε έως το θάνατό του (1812).
Ο ιεράρχης δεν πρόλαβε την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, την ίδρυση του κράτους και τις αλλαγές στο βίο των τέως υποδούλων. Άφησε πάντως μία προσεγμένη διαθήκη, η οποία όριζε τα ποσά που θα μοιράζονταν από την περιουσία του σε διάφορα πρόσωπα και ιδρύματα. Μεταξύ άλλων άφηνε 50 δρχ. για το Κελί, για να επισκευαστεί η παλιά υδρορροή που έφερνε νερό μέσα στο μοναστήρι από τον διπλανό χείμαρρο.


[1] Βέης Ν., «Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της εν Θεράπναις μονής των Αγίων Τεσσαράκοντα», Επετηρίς Παρνασσού, τομ. Η΄ (1904), σ. 99.
[2] ΓΑΚ Λακωνίας, Αρχείο Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα.
[3] Οι πληροφορίες που ακολουθούν για την οικογένεια Χλωμού, προέρχονται από: 1) Νεστορίδης Κων., «Μία ανέκδοτος και περίεργος διαθήκη», Σωτήρ, Μηνιαίον περιοδικόν σύγγραμμα συντασσόμενον υπό διαφόρων λογίων, τόμος δωδέκατος, τεύχος Θ΄, σ. 281-285, 2) Βαγενάς Θάνος, «Ο Επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού (1803-1812) Ιάκωβος (Χλωμός;) εκ Τσιντζίνων του Πάρνωνα», Χρονικά των Τσακώνων, σύγγραμμα - περιοδικόν, τόμος τρίτος, σ. 51-64, αναδ. Τα Τσίντζινα, φ. 54 και φ. 58-60, σ. 2. 3) Σακελλαρόπουλος Μελέτιος, Η Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα εν Λακεδαίμονι, Ιστορική άποψις της δράσεως αυτής, Αθήνα, 1921, 4) Βέης, «Κατάλογος», ο.π., σ. 93-146, 5) Γριτσόπουλος Τάσος Αθ., «Η μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα», Σπαρτιατικά Χρονικά, τομ. Γ΄ (1940), τευχ. 33, σ. 8-10, 6) 6) του ιδίου, «Δύο λακωνικά χριστιανικά μνημεία με έργα του Γεωργίου Μόσχου (Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα και Άγιος Νικόλαος Χρύσαφας)», Πελοποννησιακά, τομ. Ζ΄ (1970), σ. 1-28.
[4] Βαγενάς, «Ο Επίσκοπος», Χρονικά, σ. 60.
[5] Βαγενάς, «Ο Επίσκοπος», Τα Τσίντζινα, φ. 54, σ. 2.
[6] Γενέσια = η επέτειος της γεννήσεως προσφιλών ή ενδόξων νεκρών (εν αντιδιαστολή προς τα γενέθλια, ημέρα γεννήσεως ζωντανού προσώπου): «τα γενέσια της Θεοτόκου», - αρχ. γενέσια, Σταματάκος Ιωάννης, Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, τ. 1, σ. 876.
[7] Δεδεδήμος Παναγιώτης, «Αρχαιολογία των Τσιντζίνων», Δελτίον Τσιντζινιωτών, Αύγουστος 1927, αναδημ. Λεύκωμα Τσιντζινιωτών, 3 Αυγούστου 1928, σ. 103 / Γεράσιμος Πάνος - Καπετανάκος, «Το τσιντζινιώτικο μοναστήρι της Παναγίας του Κελλίου», Τα Τσίντζινα, Αύγουστος 1985, σ. 2.
[8] Γριτσόπουλος Τάσος Αθ., Η εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την άλωσιν, σ. 217.
[9] Ο.π., σ. 220-221.
[10] Ψυχογιός Κώστας, Τα Τσίτζινα, ανέκδοτο χειρόγραφο ιστορικό δοκίμιο, σ. 59 και 64-65.
[11] Βέης Ν., «Κατάλογος», σ. 127. Επίσης, Σακελλαρόπουλος, Μονή Αγ. Τεσσαράκοντα, σ. 106 / Βαγενάς, «Ο Επίσκοπος», ο.π., σ. 52-53 / Ψυχογιός, Τσίτζινα, σ. 60.
[12] «Τα Τσίντζινα, μαγευτική περιοχή στον Πάρνωνα», Λακωνικά, σ. 52.
[13] Η διοριστήρια συνοδική πράξη σώζεται στο Ιστορικόν Αρχείον Σπάρτης (σημερινά ΓΑΚ Λακωνίας).