Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Πελοπόννησος, καλοκαίρι 1941

Ο αγώνας για την επιβίωση
Διοικητικά μέτρα, ελλείψεις, πληθωρισμός
Οι πρώτες ποινικές διατάξεις του κατοχικού καθεστώτος εισήχθησαν στη χώρα στις 7 Μαΐου 1941. Την επόμενη μέρα, στην Αθήνα, η γερμανική διοίκηση διέταξε να σφραγιστούν και να παραδοθούν όλα τα ραδιόφωνα των ιδιωτών. Άλλη στρατιωτική διαταγή της 9ης Μαΐου όριζε την ποινή του θανάτου για όσους βοηθούσαν συμμάχους στρατιώτες. Νέα δελτία άρτου εκδόθηκαν στις 13 Μαΐου. Είχε οριστεί, η πώληση να διενεργείται από εντεταλμένο φούρνο. Στις 16 Μαΐου το οικογενειακό δελτίο τροφίμων αντικαταστάθηκε από ατομικό και ανακοινώθηκε ότι θα μοιράζεται γάλα μονάχα σε ασθενείς και σε παιδιά. Η υλική βάση της ζωής των Ελλήνων περιοριζόταν βαθμηδόν, ταυτόχρονα με τον περιορισμό των ελευθεριών τους.
Στα τέλη Ιουλίου 1941 το ιταλικό στρατιωτικό μηχανικό είχε επισκευάσει τη γέφυρα της Διώρυγας της Κορίνθου. Θεωρητικά, διευκολυνόταν η μεταφορά στην αθηναϊκή αγορά των προϊόντων της υπαίθρου: λάδι και σιτάρι από τη Μεσσηνία, τη Λακωνία και την Ηλεία, σταφίδα, φρούτα και λαχανικά από την Ηλεία, την Κορινθία, την Αχαΐα και την Αργολίδα, τυρί, βούτυρο και πατάτες από την Αρκαδία. Η επισκευή της γέφυρας διατυμπανίστηκε στον ημερήσιο τύπο ως έργο μείζονος σημασίας, που θα αποκαθιστούσε όχι μόνο την ομαλή ροή του εμπορίου, αλλά και τις τιμές, οι οποίες, σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, εκτοξεύτηκαν στα ύψη λόγω των καθυστερήσεων στη μεταφόρτωση από ακτή σε ακτή, όσο διάστημα δεν χρησιμοποιείτο η γέφυρα. Με ανάλογες τυμπανοκρουσίες υποδέχτηκε ο Τύπος την επισκευή από το γερμανικό μηχανικό ογδόντα γεφυρών και την αποκατάσταση των τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συνδέσεων, καθώς και την επαναλειτουργία βιομηχανικών μονάδων, οι οποίες τέθηκαν στην υπηρεσία των κατακτητών. Στην Πάτρα, οι υφαντουργίες Μαραγκόπουλου, Αναστασόπουλου, Πατραϊκής άρχισαν από τα τέλη Ιουνίου 1941 να λειτουργούν για λογαριασμό του γερμανικού στρατού.[1] Οι κατακτητές προσπαθούσαν να αξιοποιούν τα πάντα για τις πολεμικές τους ανάγκες. Στη Μεσσηνία, οι Ιταλοί επανέθεσαν σε λειτουργία το ξυλουργικό εργοστάσιο της Αρτεμισίας και οι Γερμανοί το μεταλλείο στο χωριό Ζερμπίσια, όπου τοποθέτησαν υπεύθυνο έναν Ιταλό μηχανικό, πλήρωναν τους εργάτες με ρύζι, φασόλια, ζάχαρη και σαπούνι για να έχουν κίνητρο να εργάζονται ευσυνείδητα και από το μετάλλευμα κατασκεύαζαν βόμβες, οβίδες και μπαταρίες.[2] Καμιά φορά αντιμετώπιζαν ενέργειες υπονόμευσης του παραγωγικού μηχανισμού. Στη Χαρτοποιία Αιγίου οι εργάτες «αχρήστευσαν με θειάφι το τσιγαρόχαρτο, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού έτοιμο για χρήση».[3]
Το πρωί της 28ης Απριλίου 1941, στο Γύθειο, ο δεκαεξάχρονος μαθητής Νίκος Βασιλάκος από τη Δροσοπηγή Μάνης είδε το εμπορικό κατάστημα του πατέρα του να καταρρέει από βόμβα γερμανικού αεροπλάνου. Σε δευτερόλεπτα, χάθηκε μια οικογενειακή περιουσία ετών. Από εκείνη τη στιγμή ο νεαρός ανέλαβε μαζί με τα αδέλφια του τη συντήρηση της οικογένειας. Τον Ιούνιο προμηθεύτηκε υφάσματα με πίστωση από ένα συγγενή του επαγγελματία στα Λεβέτσοβα, κατέβηκε στα χωριά της Σκάλας και του Έλους και τα πούλησε με κέρδος 20%, ενώ τα μαγαζιά πούλαγαν με 100%. Πάντως το χρηματικό κέρδος του, γύρω στις 1.500 δρχ, ισοδυναμούσε με εκατό οκάδες αλεύρι, που για την οικογένειά του ήτανε σημαντική βοήθεια. Στο δεύτερο ταξίδι τον συνόδευσε ο πατέρας του. Πήραν με πίστωση περισσότερο εμπόρευμα από το συγγενή τους και, αρχές Ιουλίου, ανέβηκαν στον Ταΰγετο, στα χωριά Άγιο Νικόλαο, Στροτζά, Μπρίτσα, Ασήμι, πούλησαν εμπόρευμα συνολικής αξίας 15.000 δρχ με κέρδος 3.000 δρχ σε χαρτονόμισμα και αγόρασαν διπλάσια ποσότητα αλεύρι. Στα μέσα Ιουλίου επισκέφτηκαν πάλι τα χωριά του Έλους. Η μέθοδος των ανταλλαγών σε είδος βαθμιαία εκτόπιζε το νόμισμα και προτιμούσαν να πληρώνονται σε τρόφιμα. Έως το φθινόπωρο είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες από καλαμπόκι, φασόλια και σιτάρι. Ένα βράδυ φόρτωσαν τα τρόφιμα σε μια βάρκα και το πρωί έφτασαν στο απέναντι λιμάνι Σκουτάρι, λίγα χιλιόμετρα από τη Δροσοπηγή. Η οικογένεια είχε βρει τρόπο να ζήσει. Οι αδελφοί Βασιλάκου είχαν γίνει κανονικοί έμποροι, παρόλο που εξακολουθούσαν να πουλάνε με κέρδος 20%, «μόνο». Συνέχισαν να κάνουν την ίδια δουλειά, εκμισθώνοντας τις υπηρεσίες ανθρώπων από τα χωριά του Έλους, αλλά επισκέπτονταν και άλλα χωριά, βορειότερα και ανατολικότερα: το Γεράκι, τον Βρονταμά, τη Γράμμουσα, την Απιδιά, τη Μυρτιά, το Φιλίσι. Είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες υφασμάτων και η ευκολία με την οποία εύρισκαν αγοραστές μεταξύ των αγροτών, οι οποίοι σπάνια έβλεπαν τέτοια είδη στον τόπο τους, τους έκανε να ανεβάσουν το ποσοστό του κέρδους. Διαπίστωσαν δηλαδή ότι η προπολεμική αξία ενός βιομηχανικού προϊόντος δεν είχε σημασία· σημασία είχε πόσο αποτιμώνταν τώρα σε τρόφιμα. Καθώς τα είδη ανατιμώνταν ώρα με την ώρα, οι έμποροι από τη Δροσοπηγή, συνδυάζοντας την ανταλλακτική αξία των τροφίμων και των υφασμάτων κατόρθωσαν, σε ενάμισι χρόνο, να συγκεντρώσουν εμπόρευμα ίσης αξίας με εκείνο που άλλοι έμποροι είχαν χρειαστεί τριανταπέντε χρόνια για να συσσωρεύσουν. Από το φθινόπωρο άνοιξαν υφασματοπωλείο στη Σκάλα. Ανταγωνισμός δεν υπήρχε, τα περισσότερα καταστήματα είχαν κλείσει. Οι ντόπιοι, γνωρίζοντας πως ό,τι έδιναν, δύσκολα θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν, απέφευγαν να πουλήσουν τα είδη τους και ζούσαν μόνο από τα κτήματά τους.
Ταυτόχρονα είχαν συρρεύσει στην πεδιάδα του Έλους πολλοί ταξιδιώτες και φυγάδες από την Αθήνα. Οι περισσότεροι επισκέπτονταν την περιοχή μία φορά και δεν επέστρεφαν· οι υπόλοιποι παρέμεναν, αναζητώντας μεροκάματο. Όσοι είχαν σκοπό να ξαναφύγουν, έφερναν μαζί τους είδη προς ανταλλαγή με τρόφιμα. Οι χωρικοί εύρισκαν ευκαιρίες να αγοράσουν ωραία κεντήματα, είδη προικός που είχαν πέραση στις κοπέλες, παπούτσια και πολύτιμα εργαλεία. Υπήρχαν καθηγητές από το Γύθειο, διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τη χαριστική εύνοιά τους προς το μαθητή με ένα τσουβάλι αλεύρι. Σπαρτιάτες ελάχιστοι φάνηκαν σ’ εκείνα τα μέρη, γιατί στην πόλη τους είχαν πολλά και εξαιρετικά κτήματα. Κανείς δεν έπαιρνε το δρόμο τυχαία. Όσοι είχαν επιλέξει εκείνη την περιοχή, γνώριζαν πως κάποιον θα εύρισκαν να τους βοηθήσει να κάνουν τις ανταλλαγές που ήθελαν. Άλλωστε το έθιμο της φιλοξενίας ήταν ισχυρό και ουδείς θα άφηνε άγνωστο άνθρωπο στον τόπο του, νηστικό και άστεγο. Οι μετακινήσεις γίνονταν τις περισσότερες φορές με φορτηγά αυτοκίνητα που πήγαιναν στην Αθήνα με τρόφιμα. Με κίνητρο ότι θα είχαν παρέα στο δρόμο, οι οδηγοί δεν αρνούνταν να πάρουν μαζί τους οποιονδήποτε, ακόμη και δωρεάν. Οι δυσκολίες άρχιζαν από τα δικαιολογητικά του ταξιδιού, κατά βάση τις άδειες που έπρεπε να βγάζουν οι ταξιδιώτες από τις αρχές κατοχής. Εκείνοι που είχαν λόγους να αποφεύγουν επαφές μαζί τους, δίσταζαν να αποτολμήσουν ένα ταξίδι που θα τους υποχρέωνε να περάσουν από τη Διώρυγα της Κορίνθου. Ο ταξιδιώτης κινδύνευε, καθώς εναπόκειτο στη δικαιοδοσία των Ιταλών να αμφισβητήσουν τη γνησιότητα των εγγράφων του, ανεξάρτητα αν είχε ακολουθήσει νόμιμες διαδικασίες για να τα αποκτήσει.
Η επίσημη προπαγάνδα αδυνατούσε να αποκρύψει τις πραγματικές δυσχέρειες στη λειτουργία της αγοράς. Οι περιπέτειες στη διαδικασία συγκέντρωσης σιταριού και λαδιού από την ύπαιθρο για τον πληθυσμό της Αθήνας και η απαγόρευση στους παραγωγούς να τα πουλάνε σε πρόσωπα που δεν ήσαν έμποροι, η απαγόρευση της μεταφοράς του προϊόντος από νομό σε νομό χωρίς άδεια, οι καταγγελίες ότι σπάνιζε ήδη η σταφίδα, οι διατιμήσεις σειράς ειδών κατανάλωσης, από το ψωμί ως τις κλωστές ραφής, όλα αυτά πρόδιδαν τον πανικό των αρχών για τη ζοφερή κατάσταση που δημιουργούσε η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης στις αστικές αγορές. Εκτός από το γεγονός ότι οι κατακτητές επέπεσαν σαν ακρίδες στην εντόπια αγροτική παραγωγή, πολλοί έμποροι έκρυβαν τρόφιμα, καθώς η πώληση με χρηματικό αντάλλαγμα τους συνέφερε όλο και λιγότερο εξαιτίας του πληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα, παρουσιάστηκαν σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα κυρίως στις πόλεις της ζώνης της σταφίδας, όπου οι αρχές κατοχής με τα φυλάκια και την εν γένει ισχυρή παρουσία τους μπορούσαν να επιβλέπουν τη διακίνηση των εμπορευμάτων. Ιδιαιτέρως στην Κόρινθο, το Αίγιο, την Πάτρα, τον Πύργο και την Καλαμάτα, από τα τέλη του καλοκαιριού η ένδεια έφτασε σε πολλές περιπτώσεις τα όρια του λιμού.[4]
Η κατοχική διοίκηση απέβλεπε στον απόλυτο έλεγχο του κυκλώματος παραγωγής, μεταφοράς και πώλησης του συνόλου των προϊόντων. Για το σκοπό αυτό εξέδιδε διαταγές όπως την ακόλουθη, από το «Γερμανικόν Φρουραρχείον Αιγίου», με ημερομηνία 9 Μαΐου 1941:[5]
Διαταγή
1) Η πώλησις παντός εμπορεύματος και ιδίως υφασμάτων, ειδών εκ μαλλίου κλπ επιτρέπεται μόνον αν πωλούνται κατόπιν εγγράφου αδείας του Φρουραρχείου.
Πας έμπορος δέον να έχη την παρούσαν διαταγήν γεγραμμένην εις την Γερμανικήν ανηρτημένην εις καταφανή θέσιν του καταστήματός του δια να επιδεικνύει ταύτην εις τους Γερμανούς αγοραστάς.
Της ανωτέρω διαταγής εξαιρούνται είδη καθημερινής χρήσεως, ήτοι: οδοντόπασται, βούρτσαι δοντιών, κορδόνια, βερνίκια υποδημάτων και τοιαύτα μικροπράγματα.
2) Κατά την πώλησιν ειδών έναντι αδειών του Φρουραρχείου ο πωλητής καταστηματάρχης δέον να αξιώση όπως ο αγοραστής του παραδώση την σχετικήν άδειαν του Φρουραρχείου ήν οφείλει να διαφυλάξη.
3) Δι’ έκαστον πωλούμενον είδος πρέπει να δίδεται εις τον αγοραστήν μία απόδειξις του αντιτίμου.
4) Η πληρωμή των αγοραζομένων ειδών θα γίνεται υποχρεωτικώς ή δια Γερμανικών Μάρκων ή δια Ελληνικών δραχμών.
5) Η διαταγή αύτη θα ελεγχθή υπό Γερμανικών περιπόλων του Φρουραρχείου δια την ακριβή τήρησιν.
Καταστήματα άτινα δεν θέλουσι τηρήση την ως άνω διαταγήν ή θα κλεισθώσι ή και πιθανόν να κατασχεθώσιν υπό του Φρουραρχείου τα εν αυτοίς εμπορεύματα.
Στην πόλη του Αιγίου τα τρόφιμα, από τις 11 Μαΐου, μοιράζονταν με δελτίο. Τέλη Μαΐου βρέθηκε αλεύρι και οι φούρνοι ζύμωσαν ψωμί, αλλά σε ποσότητα υποδεέστερη της ζήτησης. Ουρές σχηματίζονταν έξω από τους φούρνους και γίνονταν επεισόδια για ένα καρβέλι. Το βασικό διαιτολόγιο των κατοίκων περιοριζόταν στα χόρτα, τις λαχανίδες και τα κηπευτικά. Ο νομάρχης Αχαΐας Αλκιβιάδης Μπαλισάρης συνέστησε στον πληθυσμό να καλλιεργεί εντατικά τη γη. Αναπάντεχα, μια μέρα του ίδιου μήνα, στο Γυμνάσιο Καλλιθέας που το χρησιμοποιούσαν τώρα για νοσοκομείο, ένα κρούσμα κλοπής τροφίμων και ειδών ιματισμού, τα οποία είχαν προσφέρει γυναίκες της πόλης στη διάρκεια του πολέμου,[6] υπενθύμισε ότι υπήρχε και μια πλευρά της κοινωνίας που δεν συμμεριζόταν τα πατριωτικά ιδανικά εκείνων οι οποίοι προωθούσαν τη συλλογική αυτοάμυνα για την επιβίωση. Γιατί έγιναν και τέτοιες προσπάθειες. Την 1η Ιουνίου η «Εφορεία των συσσιτίων Αιγίου» εξήγγειλε ότι διενεργεί έρανο για τους απόρους και στις 6 Ιουνίου ο σχετικός λογαριασμός στην Εθνική Τράπεζα είχε φτάσει τις 94.000 δρχ. Δεν έφταναν όμως για να αντιμετωπιστούν ριζικά οι ελλείψεις. Ψωμί και τρόφιμα στο Αίγιο υπήρχαν μόνο στη μαύρη αγορά και είναι ενδεικτικό ότι το Άσυλο Ανιάτων της πόλης δεν είχε τα μέσα για να λειτουργήσει.[7]
Από την εφημερίδα του Πύργου «Πατρίς» παρακολουθούμε μέρα με την ημέρα τις αλλαγές στα επισιτιστικά αποθέματα της πόλης καθώς και την εξέλιξη των τιμών των τροφίμων. Στις 21 Μαΐου 1941 υπήρχε μόνο κριθαρόψωμο και άφθονα λεμόνια, τα οποία κανείς δεν ήθελε, επειδή «ανοίγουν την όρεξη». Την επομένη χάθηκε και το κριθαρόψωμο. Στις 8 Ιουλίου το σιτάρι στο λαθρεμπόριο ξεπέρασε τις 60 δρχ την οκά. Στις 22 του μηνός η χλωρή σταφίδα πουλιόταν 12 δρχ η οκά, ήτοι στο ένα πέμπτο της προ δεκαπενθημέρου τιμής του σιταριού, το οποίο ήταν πιο θρεπτικό. Ο πληθωρισμός κάλπαζε. Στα μέσα Αυγούστου μία οκά ξερά ρεβίθια πουλιόταν προς 100 δρχ η οκά, το κρέας προβατίνας προς 130 δρχ η οκά και της γίδας δέκα δρχ περισσότερο. Στο επίνειο του Πύργου, το Κατάκωλο, τα ψάρια πωλούνταν στις 27 Αυγούστου από 120 έως 200 δρχ η οκά, ανάλογα με την ποιότητα. Βλέποντας ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, οι αρχές επέτρεψαν στις 28 Σεπτεμβρίου τη διανομή ψωμιού, 120 δράμια για κάθε άτομο και δύο μέρες αργότερα τυριού φέτας, 25 δράμια το άτομο. Όμως διανομές τέτοιων ποσοτήτων ήσαν ανεπαρκείς για να λύσουν το πρόβλημα του επισιτισμού των κατοίκων. Η εφημερίδα παραθέτει[8] τιμές καταλόγου από την επίσημη και πραγματικές τιμές από τη μαύρη αγορά ειδών πρώτης ανάγκης. Από τις αναρτημένες τιμές σε ένα παντοπωλείο, σταχυολογεί: Ζυμαρικά 17,80 δρχ, φασόλια 18 δρχ, κρεμμύδια 4 δρχ, ρύζι 18 δρχ, βούτυρο 120 δρχ η οκά. Στη μαύρη αγορά τα ζυμαρικά κόστιζαν 700 δρχ, τα φασόλια 400 δρχ, τα κρεμμύδια 60 δρχ, το ρύζι 800 δρχ και το βούτυρο 1.350 δρχ η οκά. Λόγω των πολλαπλών χρήσεών του στη μαγειρική, το βούτυρο έφτασε να τιμάται περισσότερο από τα άλλα είδη, αλλά η μεγαλύτερη απόκλιση επήλθε στην τιμή του ρυζιού, καθώς η λαθραία ήταν 44,4 φορές υψηλότερη από την επίσημη. Όσο για το πετρέλαιο, επίσημα κόστιζε 24 δρχ, δηλαδή πενήντα φορές λιγότερο από τη λαθραία τιμή, που έφτανε τις 1.200 δρχ η οκά. Ενίοτε η εφημερίδα διακωμωδεί την πραγματικότητα με διπλόστιχα, όπως: «Για το ψωμί χάνουμαι, για το ψωμί πεθαίνω και για το διπλοκάρβελο σχίζω τη γης και μπαίνω»,[9] ή με ανέκδοτα: «Γιατί λαχανιάζεις;» - «Διότι τρώγω όλο λάχανα».[10] Εντούτοις η πραγματικότητα δεν προσφερόταν για καλαμπούρια. Η ίδια εφημερίδα, στο φύλλο της 28ης Δεκεμβρίου 1941, δημοσίευσε δημόσια έκκληση προς τους κατοίκους από την «Προσωρινή επιτροπή» της δημοτικής εκπαίδευσης, τον επιθεωρητή και τους διευθυντές των δημοτικών σχολείων της πόλης, η οποία έλεγε τα εξής: «Σε όλους είναι γνωστό πως πολλά παιδάκια της πόλεώς μας λόγω της σκληράς επισιτιστικής περιόδου που διανύομεν πεινούν, υποσιτίζονται τρομερά, γυμνητεύουν, πεθαίνουν. Πρέπει να σώσουμε όσα μπορούμε από τα παιδιά αυτά. Όποιος κύριος ή όποια κυρία της πόλεως Πύργου επιθυμεί ν’ αναλάβει μια τέτοια διατροφή παιδιών, παρακαλείται ν’ απευθύνεται από σήμερον στον ενταύθα Επιθεωρητήν Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, εις τον οποίον να δηλώση πόσα παιδιά ημπορεί να προσλάβει για το σκοπό αυτό».
Διάφοροι οργανισμοί αναλάμβαναν να διανέμουν στα παιδιά του Πύργου περισσεύματα από τροφές που εύρισκαν. Ο υπεύθυνος της ΕΟΧΑ, «ο κυρ Ανδρέας», τους έδινε πρώτα να πιουν το φριχτό στη γεύση αλλά απαραίτητο για τη συντήρησή τους μουρουνέλαιο, πριν περάσουν στη δικαιοδοσία «της κυρίας Πιπίνας» για να παραλάβουν την κατά πολύ γευστικότερη ρεβιθόσουπα, η οποία όμως δεν έφτανε πάντοτε για όλους.[11] Οι ενήλικες είχαν άλλους τρόπους να βρίσκουν τρόφιμα. Οι γυναίκες που καθάριζαν πατάτες στην υπηρεσία των Γερμανών στη Δεξαμενή, γέμιζαν χωρίς να γίνονται αντιληπτές την ποδιά τους με πατατόφλουδες «χοντρές ένα δάχτυλο» και τις μετέφεραν στα σπίτια τους, όπου τις μαγείρευαν σαν «κανονικές πατάτες».[12] Η τροφοδοσία των νοικοκυριών χρειαζόταν φαντασία, εφευρετικότητα, ζωτικότητα και τόλμη από όσους δεν είχαν κτήματα· κι ήσαν πολλοί αυτοί. Ως τότε εκατοντάδες άτομα απασχολούνταν στο καπνεργοστάσιο Καραβασίλη, στο εργοστάσιο Οίνων και Οινοπνευμάτων Μποδοσάκη, στον αλευρόμυλο-παγοποιείο Δήμητρα και στις δύο μακαρονοποιίες του Πύργου· αρκετές γυναίκες αναλάμβαναν ραπτική κατ’ οίκον, δεκάδες άνδρες απασχολούνταν ως λιμενεργάτες στο Κατάκωλο και εκατοντάδες εργάζονταν υπάλληλοι σε μικρές επιχειρήσεις έξω από τον κλάδο των τροφίμων. Όσοι μισθωτοί είχαν συγγενείς σε χωριά, κατέφευγαν εκεί. Κάποιοι όμως δεν κατόρθωσαν να επιζήσουν. Ο γερο-Μαυραειδής, «που είχε κατέβει δεκαοχτάχρονο παλληκάρι από το Ζυγοβίστι της Γορτυνίας, ξωμάχος, να σκάψει τον κάμπο του Πύργου και που έστρωνε μαζί με άλλους σκλάβους στα 1900-1905 τη γραμμή του τραίνου για το Τέξας, αυτό το θηρίο» πέθανε από ασιτία σε ηλικία 80 ετών, ύστερα από τρεις μήνες προφυλάκιση και καταδίκη σε θάνατο με αναστολή από το ιταλικό στρατοδικείο της Τρίπολης, επειδή αρνήθηκε να παραδώσει στις αρχές το περίστροφο που είχε φέρει από το εξωτερικό, όταν παλινόστησε.[13]
Η αγροτική οικονομία άντεξε περισσότερο. Στα χωριά του βόρειου Ταϋγέτου λ.χ., «ο πρώτος χρόνος της κατοχής, από τους Ιταλούς, είναι κάπως υποφερτός. Έχουν γίνει αρκετά εισοδήματα από λάδι και σιτηρά, και η διαβίωση είναι ομαλή».[14] Άντεξε, παρά τη φορολογία και το πλιάτσικο, που έπληξε ιδιαίτερα τα πεδινά. Η οικογένεια του Παναγιώτη Λ. Αντωνόπουλου από το Παρθένι Αρκαδίας διατηρούσε 200 πρόβατα το χειμώνα σε στάνη στο Ναύπλιο, όπου επίσης είχε χωράφια με σιτάρι, κηπευτικά και καπνό: «Από το Ναύπλιο είχαμε πάντα συγκομιδή. Περνώντας από τους Μύλους, πηγαίνοντας για το Παρθένι, ήταν Ιταλοί πλιατσικολόγοι. Ό,τι και να είχες, έπρεπε να σου πάρουν κάτι».[15] Αγροτικές οικογένειες φιλοξένησαν και έθρεψαν παιδιά των πόλεων, συντήρησαν μισθωτούς, αλλά δημιουργούσαν και πλεονάσματα, που στάθηκαν ικανά να θρέψουν αργότερα τον αντάρτικο στρατό. Τρόφιμα υπήρχαν στο χωριό Γκοριτσά της Λακεδαίμονος το καλοκαίρι 1941, ενώ τον επόμενο χειμώνα υπήρχε η σοδειά του θέρους και δεν φάνηκαν ελλείψεις.[16] Από το χωριό Χορεύτρα της ορεινής άνω Μεσσηνίας χάρη στην εντατική καλλιέργεια των χωραφιών, δεν έλειψε εντελώς το ψωμί, σιταρένιο ή κούκλινο, ούτε το λάδι ή το κρασί.[17] Υπάρχουν και μαρτυρίες για το αντίθετο. Στην πεδινή Ηλεία, το χειμώνα του 1941-1942 «η παραγωγή σε δημητριακά και όσπρια ήταν μικρή, διότι ο κόσμος τον προηγούμενο χρόνο δεν είχε σπείρει και πολλά χωράφια, παρά την προτροπή του τότε πρωθυπουργού Μεταξά, που είχε πει να σπείρετε κάθε γωνιά της γης, ακόμη και τις γλάστρες που έχετε στα μπαλκόνια σας, διότι θα έλθουν δύσκολες μέρες».[18] Όμως ούτε εκεί οι κάτοικοι πείνασαν κυριολεκτικά. Δυσκολεύτηκαν, στριμώχτηκαν, αλλά δεν πείνασαν. Από τις αρχές Ιουνίου 1941 στα χωριά του ποταμού Κλαδέου, το Στραβοκέφαλο, του Μάγειρα, του Κοσκινά και τα Ολύμπια, προμηθεύονταν ψωμί από το φούρνο στα Ολύμπια, όπου ένας χωροφύλακας εγγυόταν την τάξη στη διανομή. Το καρβέλι ζύγιζε μια οκά, δηλαδή τετρακόσια δράμια, αλλά στον καθένα αναλογούσαν πενήντα δράμια. Ο χωροφύλακας, ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας, υποδείκνυε στο φούρναρη την ποσότητα που έπρεπε να δώσει.[19]
Όπως είδαμε, οι αρχές προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τον καθημερινό επισιτισμό των στρατευμάτων κατοχής με τη φορολογία σε είδος επί της εντόπιας παραγωγής, προκαλώντας αντιδράσεις από ολόκληρα χωριά, τα οποία αρνούνταν να καταβάλουν τις ζητούμενες ποσότητες. Μέσω των οργάνων τοπικής διαμεσολάβησης οι κατακτητές συγκέντρωναν το γεωργικό πλεόνασμα σε αποθήκες, από όπου το ιδιοποιούνταν. Μετά την εξάντληση των πλεονασμάτων οι συνεταιρισμοί, αρμόδιοι για την καταμέτρηση, έχασαν κάθε λόγο ύπαρξης. Οι γεωργοί συνέχιζαν να παράγουν, αλλά μόνο για κατανάλωση. Στις 14 Απριλίου 1942 δημοσιεύτηκε νόμος για παρακράτημα ποσοστού της γεωργικής παραγωγής.[20] Οι τράπεζες που γνώριζαν το ύψος της παραγωγής σε κάθε κοινότητα, επιστρατεύτηκαν για να καθορίσουν τις σχετικές ποσότητες. Ο διευθυντής της ΑΤΕ Τρίπολης Στέφανος Πετρουλάς έγινε περιβόητος, επειδή εξορμούσε στα χωριά με συνοδεία Γερμανών στρατιωτικών και έπαιρνε βίαια το παρακράτημα. Μεσοπρόθεσμα η μέθοδος απέβη απρόσφορη για την εξυπηρέτηση των κατακτητών, διότι κάθε τέτοια εξόρμηση λάμβανε χαρακτήρα πολεμικής εκστρατείας και τελικά οδήγησε μέχρι και στη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στις πληττόμενες περιοχές. Πιο ήπια λύση, που εφαρμόστηκε από την αρχή, ήταν η φορολόγηση του προϊόντος σε ορισμένα σημεία του κυκλώματος προώθησής του. Το ελαιοτριβείο ήταν ένα απ’ αυτά. Όταν οι παραγωγοί παρέδιδαν τις ελιές τους στον ιδιοκτήτη για να τις τρίψει και να βγάλει τον πυρήνα, εντεταλμένοι των αρχών καταμετρούσαν την ποσότητα που προσκόμιζε κάθε παραγωγός και κατακρατούσαν το 10%. Αργότερα βρέθηκε τρόπος ιδιοποίησης και του προϊόντος της κτηνοτροφίας. Κάθε νομαρχία εξουσιοδότησε τους προέδρους των κοινοτήτων που υπάγονταν σ’ αυτή, να ορίσουν επιτροπές για την καταμέτρηση των γιδοπροβάτων κάθε βοσκού. Ακολουθούσε η κατακράτηση ενός ποσοστού για λογαριασμό των αρχών.

Παντελής Μούτουλας

Προσεχώς: Το Ναύπλιο στα πρόθυρα λιμού


[1] Βασίλη Κ. Λάζαρη, «Πολιτική ιστορία της Πάτρας», τόμος τρίτος, σ. 61.
[2] Βασίλης Κλεφτόγιαννης, «Όπως τα ’ζησα», σ. 26-27.
[3] Γιάννη Μπιναρδόπουλου, Λάμπη Ρούπα, Θοδωρή Χλιάπα, «Η Αιγιάλεια στην Κατοχή και στην Αντίσταση 1941-1944», σ. 30.
[4] Στην Πάτρα, όπου στις 25 Μαΐου, στη συνοικία Παντοκράτορας, το πλήθος διέρρηξε αποθήκη τροφίμων, οι ποσότητες που κάλυπτε το «Οικογενειακόν δελτίον τροφίμων», αντιστοιχούσαν τον Ιούλιο κατά μέσο όρο σε πεντακόσιες θερμίδες. Βλ., Λάζαρης, ο.π., σ. 77, 78.
[5] Γεωργίου Θ. Παπαγεωργίου, «Η Εθνική Αντίσταση στην Αιγιάλεια 1941-1944», σ. 9.
[6] Παπαγεωργίου, ο.π., σ. 10.
[7] Παπαγεωργίου, ο.π., σ. 10-11.
[8] Φύλλο της 1/11/1941.
[9] Φύλλο της 21/5/1941.
[10] Φύλλο της 13/12/1941.
[11] Σκουλαρίκος, ο.π., σ. 18-19.
[12] Ο.π., σ. 21-22.
[13] Ο.π., σ. 13.
[14] «Προανακρούσματα . . .», σ. 62.
[15] Αντωνόπουλος, ο.π., σ. 30.
[16] Προφορική μαρτυρία του Γιάννη Ν. Βουλουμάνου από τη Γκοριτσά.
[17] Αντώνη Κωνσταντόπουλου, «Η ιστορία του χωριού μου, Χορεύτρα Μεσσηνίας», σ. 83.
[18] Σκαλτσάς, ο.π., σ. 60.
[19] Ο.π., σ. 45.
[20] Πολεμικός Τύπος αρ. 19, «Χρονολόγιο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου