Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Τα Τσίντζινα

στις πλαγιές του Πάρνωνα
 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 01/08/2010
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑ*

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΟΥΤΟΥΛΑΣ, Τα Τσίντζινα. Ιστορία του χωριού και του χώρου στον Πάρνωνα, εκδόσεις Αλφειός, σελ. 266

Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο, καλοτυπωμένο από τον εκδοτικό οίκο “Αλφειός”, πειστικό και ευχάριστο στην ανάγνωση, ένα σπάνιο δείγμα τοπικής ιστορίας, που συνδυάζει την ευρετική μέριμνα του ιστορικού και την ερμηνευτική των τεκμηρίων με τη δύσκολη τέχνη της υψηλής εκλαΐκευσης. Πρόκειται, θέλω να πω, για ένα πειστικό βιβλίο ιστορίας που αναδεικνύει τις πηγές του, δοκιμάζει ρηξικέλευθες ερμηνευτικές υποθέσεις και, ταυτόχρονα, απευθύνεται στο ευρύ κοινό.
Ο συγγραφέας, Παντελής Μούτουλας, δεν είναι πρωτόβγαλτος στην περιπέτεια της ιστοριογραφικής αναζήτησης και γραφής. Τα βιβλία, οι μελέτες και οι μεταφράσεις του έχουν πλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία και έχουν τροφοδοτήσει γόνιμες συζητήσεις.
Το ανά χείρας βιβλίο επιχειρεί την ανασύσταση της ιστορίας ενός πολύ παλιού χωριού, των Τσιντζίνων, του σημερινού Πολύδροσου, στον ορεινό όγκο του Πάρνωνα. Με βάση την τεκμηρίωση που προσφέρει ο συγγραφέας, ο πρώτοι συγκροτημένοι οικισμοί στην περιοχή μπορούν, με σχετική ασφάλεια, να τοποθετηθούν στον ένατο με δέκατο αιώνα μ.Χ., μετά δηλαδή τη δημογραφική κρίση του έβδομου αιώνα, την κάθοδο των Σλαβικών φύλων και την αφομοίωσή τους από τα εξουσιαστικά σχήματα που αφορούσαν και τους γηγενείς ελληνόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς. Τα βυζαντινά χρόνια, το πέρασμα των Φράγκων, το Δεσποτάτο του Μωρέως, οι εμπορικές και πολεμικές δραστηριότητες της Γαληνοτάτης στην περιοχή, η πρώτη και η δεύτερη οθωμανική κυριαρχία, αφήνουν τα ίχνη τους στα συστήματα γαιοκτησίας, παραγωγής και απόσπασης του υπεπροϊόντος. Από τον 12ο αιώνα, όπως μαρτυρεί το Χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1314), έχουμε τεκμήρια για την κόμη Ζίνζινα αν και, όπως φαίνεται, οι ρίζες του χωριού πηγαίνουν ακόμη πιο πίσω· περισσότερο από έναν αιώνα.
Τέλος πάντων, ας μην μιλώ για πράγματα που δεν κατέχω παρά ως ερασιτέχνης αναγνώστης. Ο Παντελής Μούτουλας παρουσιάζει μια πειστικά τεκμηριωμένη ιστορική γεωγραφία, συνδυασμένη με την ιστορική δημογραφία και την οικονομική ιστορία, όπου τοποθετεί τις κοινωνίες, τις οικονομίες και τους πολιτισμούς, μέσα στην αργοκίνητη ιστορία του ορεινού χώρου.
Μιας και, αναγνωρίζω, δεν είμαι παρά ημιμαθής, μισόστραβος δηλαδή μαθητής στις περιόδους που αφορούν οι πρώτες 100 τουλάχιστον σελίδες του βιβλίου, επιτρέψτε μου να περιοριστώ σε πολύ λίγα πράγματα για τα οποία μπορώ να μιλήσω με σχετική ασφάλεια.
Το πρώτο αφορά στην έννοια της «διπλοκατοίκησης» που προτείνει ο συγγραφέας. Το σχήμα αναφέρεται στην οικογενειακή παραγωγική μονάδα, που πιέζεται να ανταποκριθεί στις ζωτικές ανάγκες των μελών της και στις φοροδοτικές της υποχρεώσεις που συνδέονται όλο και πιο ανελαστικά με την προϊούσα διαδικασία εκχρηματισμού. Θυμίζω το παραγωγικό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει την περιοχή: Γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία. Και οι τρεις αυτές οικονομικές δραστηριότητες επιτρέπουν, αν δεν επιβάλουν υπό τους καταναγκασμούς της γεωγραφίας, τη γεωγραφική επέκτασή τους, στα όρια που θέτουν κάθε φορά η ανάπτυξη του εμπορίου και της επικοινωνίας, οι αποδοτικότητες των περιοχών, οι ανεκτικότητες των γειτόνων και οι περιορισμοί ή οι ζητήσεις που έθετε άμεσα ή έμμεσα η εκάστοτε υπερκείμενη εξουσία. Η Οθωμανική, εν προκειμένω, διότι αναφερόμαστε πλέον στον προχωρημένο 18o και στον αρχόμενο 19o αιώνα.
Η ακίνητη παραγωγικότητα και η αυξανόμενη ανάγκη αναπαραγωγής ενός μεγάλου ορεινού πληθυσμού, σε συνδυασμό με τον εξ ίσου αυξανόμενο καταναγκασμό που υπαγόρευε η σχετική ένταση της φοροδοτικής υποχρέωσης, οδήγησε στην επέκταση του χώρου της οικονομικής δραστηριότητας της κοινότητας των Τσιντζίνων. Αυτή η επέκταση υπαγόρευσε έναν καταμερισμό των οικογενειακών δραστηριοτήτων που παγιώθηκε, προϊόντος του χρόνου, σε κανονικότητα μοιράσματος του παραγωγικού χρόνου ανάμεσα στα γεωγραφικά όρια του χωριού και στους μακρινότερους τόπους στους οποίους επεκτάθηκαν και εδραιωθήκαν οι οικονομικές δραστηριότητας των κατοίκων. Προϊόντος του χρόνου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, η στάσιμη παραγωγικότητα και οι καταναγκασμοί των χρηματικών δοσιμάτων δεν επιτρέπουν να χωρέσουν οι μετακινήσεις στην εργάσιμη μέρα ή στην εβδομάδα. Έτσι, οικογένειες ή μέλη οικογενειών «μεταναστεύουν» για πολλούς μήνες, αν επιτρέπεται εν προκειμένω ο όρος «μεταναστεύουν», σε νέα ή παλαιά χωριά που βρίσκονται στον κάμπο. Η αξία της ορεινής γης μειώνεται σταδιακά. Η αποδοτική επέκταση των καλλιεργειών, αμπέλια και ελιές, υπαγορεύει την επέκταση στα ημιορεινά ή στα πεδινά. Από την άλλη, η καλλιέργεια των ποτιστικών επιβάλλει, στους θερινούς μήνες, την αξιοποίηση των ορεινών γαιών. Σ' αυτές τις ανελαστικές προκείμενες των παραγωγικών δραστηριοτήτων θα πρέπει να προσθέσουμε κι εκείνες που αφορούν στις εξ ίσου ανελαστικές υπαγορεύσεις της γεωγραφίας, που ορίζουν τους δρόμους, τη διακίνηση δηλαδή των εμπορευματοποιημένων προϊόντων και, όσο γίνονται ανελαστικές οι ανάγκες χρηματικών αποδόσεων, του ανθρώπινου δυναμικού που προσφέρει μεροκάματα στον κάμπο. Να το πω με τα λόγια του συγγραφέα:
Η κάθοδος των Τσιντζινιωτών στον κάμπο συντελέστηκε σ' αυτό το πλαίσιο. Η συγκρότηση του χώρου με πρωτεύοντα τον κάμπο βασίστηκε στη δυναμική της διπλοκατοίκησης, που έφερνε όλο και περισσότερους ορεσίβιους σε πεδινά εδάφη, όπου χάραζαν τα όρια των νέων πενιχρών κατακτήσεων τους. Η γαιοκτησία των αγροτών του βουνού άρχιζε να συγκεντρώνεται στην ανατολική και τη βορειοανατολική όχθη του Ευρώτα και συγχρόνως έβρισκε πρόσφορα εδάφη προς ανατολάς. Η χώρα πίσω από την πλάτη του Πάρνωνα παρέμενε για τους Λακεδαιμονίους απόξενη, απόμακρη, απρόσιτη. Ίσως σ' αυτή την έλλειψη επαφής οφείλεται η περιέργεια, ενίοτε και το δέος με το οποίο αντιμετώπιζαν τους «Τσάκωνες» και την «Τσακωνιά», έως τα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη, και αν κάποιοι φαίνονταν λίγο πιο εξοικειωμένοι με εκείνους τους ανθρώπους, αυτοί ήσαν και πάλι οι κάτοικοι των Τσιντζίνων, της πατροπαράδοτης θύρας εισόδου από την Επίδαυρο Λιμηρά στη Λακεδαίμονα.
Από συνολική άποψη, η εξέλιξη των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών το 18ο αιώνα ήταν βραδεία, ανισόρροπη, ανακόλουθη και α-συνεχής, πράγμα που αποδίδεται στα δομικά χαρακτηριστικά του οθωμανικού τρόπου άντλησης της υπεραξίας∙ ωστόσο όσο προχωρούσε ο αιώνας, η πίεση των εξελίξεων από το δυτικό κόσμο πάνω στο αρχέγονο αυτό σύστημα μεγάλωνε. Οι καιροί απαιτούσαν ρήξεις, οι οποίες τελικά προήλθαν σε συνάρτηση με τη μείζονα πολιτική αλλαγή του 19ου αιώνα. Στο τοπικό επίπεδο που μας ενδιαφέρει, η αλλαγή αυτή συνδέθηκε με τη δυναμική της διπλοκατοίκησης και τη γένεση της εθνικής συνείδησης.
Πολλά τα προβλήματα, ειδικώς αυτό το τελευταίο περί «γένεσης της εθνικής συνείδησης», που δύσκολα γειώνεται σε τεκμήρια. Η εμπλοκή των κοινωνιών στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, θα το έλεγα, και οι συνέπειές της στους ελληνόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς που, ήδη στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε, συμμετέχουν στην μακρά πρόβαση της ιστορικής διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους. Του νεοελληνικού έθνους «καθ' εαυτό», ως δεδομένη πολιτισμική οντότητα δηλαδή, όχι του νεοελληνικού έθνους «δι' εαυτό», ως πολιτικό υποκείμενο, θέλω να πω, της νεοτερικότητας. Αφήνω, για άλλη φορά, το ζήτημα που τέθηκε για το δέος με το οποίο αντιμετωπίστηκαν (και αντιμετωπίζονται) οι «Τσάκωνες» και η «Τσακωνιά».
Εδώ, λοιπόν, μετά τα ιστορούμενα (δευτερεύουσας κατά κανόνα σημασία) τοπικά γεγονότα της Επανάστασης και μετά, εν τέλει, την εγκαθίδρυση της νέας εθνικής εξουσίας και των συνακόλουθων θεσμών που παρήγαγε η νέα εθνική εξουσία, παρακολουθούμε στο υπό συζήτηση βιβλίο τις αντιφάσεις που συνόδευσαν τη μετατόπιση της συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας, και τις ιδιαιτερότητές της, στις τομές που έφερε η πραγματικότητα του ελληνικού βασιλείου. Ραγδαίες αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας, αργόσυρτες -αλλά καθοριστικές- μεταβολές στο πεδίο των παραγωγικών δυνάμεων.
Οι ιστορικές αντιφάσεις φαίνεται να μορφοποιούνται, ενάμισι σχεδόν αιώνα μετά την Ελληνική Ανεξαρτησία, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940. Για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ θέλω να πω. Και για τον Εμφύλιο στην Πελοπόννησο, στην περιοχή της Σπάρτης και στον Πάρνωνα ειδικότερα. Εδώ, λοιπόν, οι προηγούμενες και οι υπό εκπόνηση εργασίες του συγγραφέα φτιάχνουν ένα ισχυρό υπόβαθρο της οπτικής του. Έχω μια θολή εικόνα, στη δεκαετία του '60, μιας οικογενειακής επίσκεψης στο Πολύδροσο, στα Τσίνζινα δηλαδή, για να δούμε έναν συγκρατούμενο του πατέρα μου, μάλλον στο Μακρονήσι. Δεν έχω συγκρατήσει το όνομά του. Δυστυχώς, η μόνη εικόνα που κρατώ με δέος είναι η σφαγή μιας κότας στην αυλή για το τραπέζι. Η σφαγή μιας κότας σ' έναν τόπο που είχε γεμίσει αίματα.

*Ο Νίκος Θεοτοκάς διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου