Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Δαιμόνιοι άνθρωποι, τοπικές προσωπικότητες του παρελθόντος

Ακριβώς επάνω από το χωριό Τσίντζινα του Πάρνωνα υπάρχει το σπήλαιο του ΑηΓιάννη, με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, στις οποίες κατονομάζεται και υμνείται ένας τοπικός άρχοντας, ο βυζαντινός αξιωματούχος Λέων, μαζί με την οικογένειά του, επειδή ήταν ο χορηγός της αγιογράφησης του σπηλαίου. Από τον εκκλησιαστικό χώρο ανακαλύπτουμε ότι στις τοπικές προσωπικότητες ανήκαν τα μεταγενέστερα χρόνια, ο Ιγνάτιος Παπαγιώργης, ηγούμενος της μονής Αγίων Τεσσαράκοντα (1702-1736) και υποψήφιος μητροπολίτης Λακεδαιμονίας στις εκλογές που διενεργήθηκαν στον Μυστρά (1696-1697) και οι μοναχοί της μονής Αγίων Αναργύρων, Ιωακείμ Δημηλαίος, Παρθένιος Πρόκος και Κοσμάς ή Ξάνθος, που έγιναν και χορηγοί της αποκατάστασής της, στα τέλη του 17ου αι.
Ο Παπαγιώργης έχει απαθανατιστεί στο ακόλουθο κείμενο: «Το παρόν θείον και ιερόν Ευαγγέλιον εγράφη εν τη σεβασμία μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων, δια χειρός εμού του ευτελούς και αμαρτωλού Ιερομονάχου Ιγνατίου εκ χώρας Ζηγκήνου έτει αψστ (1706)»[1]. Η εργασία αυτή προϋπέθετε όχι μόνο γλωσσικές αλλά και ιστορικές γνώσεις καθώς και συνθετικό πνεύμα. Με άλλα λόγια, ο Ιγνάτιος Παπαγιώργης ήταν από τους λόγιους ανθρώπους του καιρού του. Ασφαλώς έκανε τις σπουδές του στον Μυστρά. Δύσκολα θα έθετε υποψηφιότητα για το ύπατο ιερατικό αξίωμα της περιφερείας χωρίς να είναι εξοικειωμένος με την κοινωνία του κάστρου∙ δηλ. εάν δεν γνώριζε τους Μυστριώτες και δεν τον γνώριζαν. Εν τοιαύτη περιπτώσει διακρίνεται η σύνδεση των Τσιντζίνων με το αστικό κέντρο της Λακεδαίμονος.
Ένας άλλος «κυρ Ιγνάτιος», που ήταν τότε ο «άγιος καθηγούμενος» της μονής Αγίων Τεσσαράκοντα[2], αναφέρεται σε «γράμμα» των αδελφών Μπενιζέλου και Γιαννάκη Κουτζαράκη, κατοίκων Μυστρά, της 11 Αυγούστου 1761, το οποίο σώζεται στο αρχείο της μονής. Πιθανόν καταγόταν κι αυτός από τα Τσίντζινα και ίσως ανήκε στον ίδιο οικογενειακό κλάδο, εάν βασιστούμε στην ονοματολογική ακολουθία που κάθε άλλο παρά τυχαία πρέπει να θεωρηθεί. Εάν όμως οι ανωτέρω υπήρξαν τοπικές προσωπικότητες, ένας άλλος συγχωριανός τους, ο Ιάκωβος Χλωμός, κατόρθωσε να σπάσει τα σύνορα της τοπικής απομόνωσης και να εγγράψει το όνομά του στην ιστορία της εκκλησίας.
Πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι το επώνυμο Χλωμός[3] ανήκει σε σημαντικό οικογενειακό κλάδο των Τσιντζίνων, ο οποίος άφησε έντονα ίχνη στη Λακεδαίμονα και την Κυνουρία, για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο Θεοδώρητος Χλωμός, επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού από το 1790, τερμάτισε την αρχιερατεία του το 1803, οπότε τον διαδέχτηκε ο Ιάκωβος Χλωμός. Για την καταγωγή του Ιακώβου από τα Τσίντζινα μιλάει ο ίδιος, στη διαθήκη του (27 Ιανουαρίου 1812): «Εις το μοναστήριον της πατρίδος μου, Κελή λεγόμενον, εν ώ εμαθητεύθην τας αρχάς των κοινών γραμμάτων, να δοθώσι τα βιβλία της ακολουθίας, και γρόσια 50, δια να κατεβάσουν το νερόν μέσα, καθώς και πρώτα»[4]. Αναφέρεται βέβαια στη μονή Κελίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα πάνω από το χωριό, η οποία λειτούργησε έως τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους.
Στις διαδικασίες εκλογής των επισκόπων, ο υποψήφιος χρειαζόταν τη στήριξη του κλήρου στην Κωνσταντινούπολη και των σημαινόντων προεστών του τόπου του για να ελπίζει στο χρίσμα. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με τη στενή σχέση της οικογενείας Χλωμού με τον εκκλησιαστικό χώρο γεννά υπόνοιες ότι ο Θεοδώρητος, εάν πιστέψουμε ότι καταγόταν κι αυτός από τα Τσίντζινα, πρέπει να ήταν συγγενής του Ιακώβου, ίσως θείος του[5].
Επανερχόμαστε στο Κελί ή αλλιώς, μοναστήρι της Παναγίας και επισήμως, μονή Γενεσίων της Θεοτόκου[6]. Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι είναι σύγχρονο, αν όχι παλαιότερο, της μονής Αγίων Αναργύρων[7], δηλαδή υπήρχε από τον 11ο-12ο αι. Οπωσδήποτε λειτουργούσε το 18ο αιώνα και έπαιρνε νερό από μία βρύση, την οποία τροφοδοτούσε ο χείμαρρος Μπαούτη, που πέρναγε δίπλα από το χωριό και έπεφτε στο Τσιντζινιώτικο ρέμα. Το μοναστήρι είχε χτιστεί στην αριστερή όχθη του χειμάρρου∙ άνωθεν δεσπόζουν δύο κορυφές, η Τσούγκα δεξιά και η Κουτσογιάννενα αριστερά. Κατά πως φαίνεται, είχε συνήθως μόνον ένα μοναχό και ένα παιδί για βοηθό∙ για ένα διάστημα, το παιδί αυτό ήταν ο Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος γεννήθηκε μεταξύ 1745-1750. Έμαθε γραφή και ανάγνωση στο Κελί και ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη σχολική εκπαίδευση στον Μυστρά, ασφαλώς με την υποστήριξη στενού οικογενειακού προσώπου. Για το πνευματικό περιβάλλον που προσέφερε ο Μυστράς, διαθέτουμε μία καλή πληροφορία. Σιγίλιο γράμμα του πατριάρχη Σαμουήλ του Χαντζερή, που απολύθηκε το 1767 υπέρ της σχολής Μυστρά, μας λέει ότι ο πρόκριτος Εμμανουήλ Λεόπουλος έδωσε χρήματα για να διοριστεί δάσκαλος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Μεσοχώρι ή αλλιώς την κεντρική συνοικία του Μυστρά « . . . διδάσκων και κηρύττων τον του ιερού Ευαγγελίου λόγον εν ταις εορτασίμοις των ημερών και έτι την εγκύκλιον παιδείαν τοις φοιτώσι των νέων είς τε καταρτισμόν των χρηστών ηθών και εις γνώσιν του τελειοτέρου βίου . . . »[8]. Ωστόσο, από σιγίλιο του ίδιου πατριάρχη, που απολύθηκε τον Φεβρουάριο 1764, μαθαίνουμε ότι ένα σχολείο που είχαν συστήσει νωρίτερα οι κάτοικοι της γειτονικής Τρύπης στο τρίστρατο της ορεινής διάβασης, μέσω της λαγκάδας, του δρόμου Μυστρά-Καλαμάτας, σχολείο στο οποίο είχαν διορίσει δάσκαλο «επί μισθώ συμπεφωνημένω, επί τω διδάσκειν τους εκ των πέριξ χωρίων προσερχομένους χάριν διδασκαλίας και παιδείας χριστιανούς και νέους παίδας αυτών», αυτό το δημιούργημα λοιπόν, το καταδίκασε η «αβελτηρία» και η «αφιλοτιμία» των αρχιερατευσάντων σε αφανισμό. Όταν δε οι κάτοικοι της Τρύπης ξανάχτισαν το σχολείο, αντιλήφθηκαν ότι κινδύνευε να κλείσει από ενέργειες των ζηλόφθονων γειτόνων Μυστριωτών∙ οπότε επιζήτησαν και πέτυχαν τη σταυροπηγιακή του προστασία[9]. Τα ανωτέρω μας υπενθυμίζουν ότι οι υψηλές αξίες ξεχνιούνταν στη δίνη των τοπικών διαμαχών.
Η μετεκπαίδευση του νεαρού στον Μυστρά θα μπορούσε να σημαίνει ότι στα Τσίντζινα δεν υπήρχε σχολείο και δάσκαλος. Διαθέτουμε ωστόσο γραπτή μαρτυρία ότι δίπλα στην κεντρική εκκλησία υπήρχε διδακτήριο, το οποίο γκρέμισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι εποχιακοί πια κάτοικοι σε μια συνολική αναδιαμόρφωση του κέντρου του χωριού[10].
Πρέπει να βρισκόταν στην έναρξη της εφηβείας του ο Ιάκωβος, όταν εισήχθη στη μονή Αγίων Τεσσαράκοντα. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος από το χωριό. Ο κώδικας αρ. 43 της μονής αναφέρει ότι στις 8 Ιουλίου 1753 χειροτονήθηκε διάκονος ο γιος του Τσιντζινιώτη Γεωργίου Χλωμού, Νεκτάριος, που ηγουμένευσε κιόλας εκεί από το 1781 έως το θάνατό του, όπως πιστοποιεί η ακόλουθη επιγραφή σε τόμο της βιβλιοθήκης της μονής: «1784. Δεκεμβρίου 22. Εκοιμήθη ο εν μακαρία τη λήξει ηγούμενος κυρ-Νεκτάριος εκ χώρας Τζητζήνου και ο Θεός αναπαύση αυτόν»[11]. Άρα υπήρχε μία πεπατημένη για όσους, από τον οικογενειακό κλάδο Χλωμού τουλάχιστον, επεδίωκαν να ξεφύγουν από τη ζωή του χωριού και να αναζητήσουν δρόμους που ταίριαζαν περισσότερο με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους.
«Τσιντζινιώτης ήταν και ο εξάδελφος του Ιακώβου Μαρτινιανός, ηγούμενος επί πολλά έτη εις την Μονήν των Αγίων 40», γράφει ο φιλόλογος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης Νίκος Ι. Χρόνης[12]. Οι δύο κληρικοί αιχμαλωτίστηκαν από αλβανούς μισθοφόρους, οι οποίοι επέδραμαν στη μονή, την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε την καταστολή της εξέγερσης του 1770, στην Πελοπόννησο. Η μονή κατέβαλε λύτρα για την απόλυσή τους. Ελεύθερος ξανά, ο Ιάκωβος συνέχισε την ανέλιξή του στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Έμεινε και ιεράτευσε 12 χρόνια στην Ύδρα, 18 χρόνια στη Μικρά Ασία και σύντομο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, όπου ονομάστηκε μέγας αρχιμανδρίτης της Μεγάλης Εκκλησίας. Η σταδιοδρομία του κορυφώθηκε, όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο, τον Απρίλιο 1803, ως επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού[13]. Στο αξίωμα αυτό παρέμεινε έως το θάνατό του (1812).
Ο ιεράρχης δεν πρόλαβε την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, την ίδρυση του κράτους και τις αλλαγές στο βίο των τέως υποδούλων. Άφησε πάντως μία προσεγμένη διαθήκη, η οποία όριζε τα ποσά που θα μοιράζονταν από την περιουσία του σε διάφορα πρόσωπα και ιδρύματα. Μεταξύ άλλων άφηνε 50 δρχ. για το Κελί, για να επισκευαστεί η παλιά υδρορροή που έφερνε νερό μέσα στο μοναστήρι από τον διπλανό χείμαρρο.


[1] Βέης Ν., «Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της εν Θεράπναις μονής των Αγίων Τεσσαράκοντα», Επετηρίς Παρνασσού, τομ. Η΄ (1904), σ. 99.
[2] ΓΑΚ Λακωνίας, Αρχείο Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα.
[3] Οι πληροφορίες που ακολουθούν για την οικογένεια Χλωμού, προέρχονται από: 1) Νεστορίδης Κων., «Μία ανέκδοτος και περίεργος διαθήκη», Σωτήρ, Μηνιαίον περιοδικόν σύγγραμμα συντασσόμενον υπό διαφόρων λογίων, τόμος δωδέκατος, τεύχος Θ΄, σ. 281-285, 2) Βαγενάς Θάνος, «Ο Επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού (1803-1812) Ιάκωβος (Χλωμός;) εκ Τσιντζίνων του Πάρνωνα», Χρονικά των Τσακώνων, σύγγραμμα - περιοδικόν, τόμος τρίτος, σ. 51-64, αναδ. Τα Τσίντζινα, φ. 54 και φ. 58-60, σ. 2. 3) Σακελλαρόπουλος Μελέτιος, Η Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα εν Λακεδαίμονι, Ιστορική άποψις της δράσεως αυτής, Αθήνα, 1921, 4) Βέης, «Κατάλογος», ο.π., σ. 93-146, 5) Γριτσόπουλος Τάσος Αθ., «Η μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα», Σπαρτιατικά Χρονικά, τομ. Γ΄ (1940), τευχ. 33, σ. 8-10, 6) 6) του ιδίου, «Δύο λακωνικά χριστιανικά μνημεία με έργα του Γεωργίου Μόσχου (Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα και Άγιος Νικόλαος Χρύσαφας)», Πελοποννησιακά, τομ. Ζ΄ (1970), σ. 1-28.
[4] Βαγενάς, «Ο Επίσκοπος», Χρονικά, σ. 60.
[5] Βαγενάς, «Ο Επίσκοπος», Τα Τσίντζινα, φ. 54, σ. 2.
[6] Γενέσια = η επέτειος της γεννήσεως προσφιλών ή ενδόξων νεκρών (εν αντιδιαστολή προς τα γενέθλια, ημέρα γεννήσεως ζωντανού προσώπου): «τα γενέσια της Θεοτόκου», - αρχ. γενέσια, Σταματάκος Ιωάννης, Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, τ. 1, σ. 876.
[7] Δεδεδήμος Παναγιώτης, «Αρχαιολογία των Τσιντζίνων», Δελτίον Τσιντζινιωτών, Αύγουστος 1927, αναδημ. Λεύκωμα Τσιντζινιωτών, 3 Αυγούστου 1928, σ. 103 / Γεράσιμος Πάνος - Καπετανάκος, «Το τσιντζινιώτικο μοναστήρι της Παναγίας του Κελλίου», Τα Τσίντζινα, Αύγουστος 1985, σ. 2.
[8] Γριτσόπουλος Τάσος Αθ., Η εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την άλωσιν, σ. 217.
[9] Ο.π., σ. 220-221.
[10] Ψυχογιός Κώστας, Τα Τσίτζινα, ανέκδοτο χειρόγραφο ιστορικό δοκίμιο, σ. 59 και 64-65.
[11] Βέης Ν., «Κατάλογος», σ. 127. Επίσης, Σακελλαρόπουλος, Μονή Αγ. Τεσσαράκοντα, σ. 106 / Βαγενάς, «Ο Επίσκοπος», ο.π., σ. 52-53 / Ψυχογιός, Τσίτζινα, σ. 60.
[12] «Τα Τσίντζινα, μαγευτική περιοχή στον Πάρνωνα», Λακωνικά, σ. 52.
[13] Η διοριστήρια συνοδική πράξη σώζεται στο Ιστορικόν Αρχείον Σπάρτης (σημερινά ΓΑΚ Λακωνίας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου